Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Το τρέξιμο δεν είναι προνόμιο μόνο των νεαρών ηλικιών εφόσον θέλουν να έχουν καλές επιδόσεις στους δρόμους. Αυτό ισχυρίζεται μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στην επιστημονική επιθεώρηση «Σύνορα στη Φυσιολογία» και έβαλε στο στόχαστρό της άνδρες και γυναίκες που άρχισαν να τρέχουν σε αγώνες αφού είχαν πατήσει τα 50 και αποδείχθηκαν εξίσου ευλύγιστοι, γρήγοροι και γυμνασμένοι με συναθλητές τους που έχουν περάσει μια ζωή στους στίβους. Τα ευρήματα της συγκεκριμένης έρευνας αποδεικνύουν ότι τελικά δεν είναι ποτέ αργά για να ξεκινήσουν εντατικές προπονήσεις - ακόμα κι αν είναι μεσήλικοι - και να εξαργυρώνουν τα πλεονεκτήματα της άσκησης όχι μόνο στην καλή τους υγεία αλλά και στην καθυστέρηση της γήρανσης.
Ολα αυτά τα δεδομένα προστίθενται σε παλαιότερες έρευνες που υποστήριζαν ότι οι ώριμοι αθλητές, οι masters όπως τους χαρακτηρίζουν πιο κομψά, γερνούν διαφορετικά σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που διάγουν καθιστική ζωή. Ειδικότερα, αυτοί που φορούν τα αθλητικά τους ακόμα κι αν είναι 60, 70, 80 ή και 90 ετών έχουν πιο υγιή μυϊκή σύσταση, ισχυρότερη καρδιά και πολύ λιγότερο σωματικό λίπος από όσους είναι στην ίδια ηλικία και αποφεύγουν την άθληση.
Στην πραγματικότητα, οι γηραιότεροι αθλητές αντιπροσωπεύουν «το μοντέλο της υγιούς γήρανσης», αναφέρει στους «New York Times» ο Τζέιμι Μακπί, καθηγητής μυοσκελετικής φυσιολογίας στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στην Αγγλία, που ηγείται της νέας έρευνας. «Εχουν λιγότερα μακροπρόθεσμα προβλήματα με την υγεία τους σε σχέση με τους μη αθλητές συναδέλφους τους, παίρνουν λιγότερα φάρμακα, έχουν λιγότερες επισκέψεις στα νοσοκομεία και η φυσιολογία τους είναι εξαιρετική», τονίζει ο ίδιος.
Σ' αυτήν την έρευνα για περισσότερο από μία δεκαετία ο γιατρός και οι συνεργάτες του μελέτησαν την υγεία του σκελετού και των οστών βετεράνων αθλητών, ειδικότερα δρομέων. Καθένας εξ αυτών ήταν τουλάχιστον 60 ετών όταν πήρε μέρος στην έρευνα και οι παρατηρήσεις των ειδικών κατέληξαν στο ότι οι περισσότεροι εμφάνιζαν μεγαλύτερη μυϊκή μάζα - αν και όχι απαραίτητα οστική πυκνότητα - από τους λιγότερο δραστήριους συμμετέχοντες της έρευνας. Παράλληλα, οι ειδικοί ασχολήθηκαν με το πότε ξεκίνησαν το τρέξιμο, συμπληρώνοντας μεγάλα ερωτηματολόγια με λεπτομέρειες για το πόσο συχνά και έντονα έτρεχαν σε κάθε δεκαετία της ζωής τους, ξεκινώντας από τα 18 τους. Στα δεδομένα περιελάμβαναν και τους χρόνους των αγώνων τους όπως και το πλασάρισμά τους στις διοργανώσεις των τελευταίων δύο ετών, από 800 μέτρα έως Μαραθώνιο.
Εξειδικεύοντας τις παρατηρήσεις τους, επικεντρώθηκαν στους 150 πιο μεγάλους εξ αυτών και τους χώρισαν σε δύο ομάδες ανάλογα με το πότε άρχισαν να τρέχουν. Στη μία ομάδα, κυρίως άνδρες, έβαλαν για πρώτη φορά τα δρομικά τους ρούχα στη νεανική τους ηλικία, ενώ στη δεύτερη συμπεριελήφθησαν αυτοί που δοκίμασαν το ταλέντο τους στο τρέξιμο μετά τα 50 τουλάχιστον και ήταν κυρίως γυναίκες. Εξετάζοντας το σύνολο των στοιχείων βρήκαν μικρές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων. Οι χρόνοι τερματισμού στους αγώνας είχαν μικρές διακυμάνσεις ανεξαρτήτως δρομικού υποβάθρου, ενώ και οι δύο ομάδες είχαν 12% μεγαλύτερη μυϊκή μάζα στα πόδια και 17% λιγότερο σωματικό λίπος. Ωστόσο, στην πυκνότητα των οστών, εκείνοι που άργησαν να ξεκινήσουν τρέξιμο υστερούσαν.
«Το συμπέρασμα είναι πως φαίνεται πιθανό το να προλάβεις όσους προπονούνταν για αρκετές δεκαετίες περισσότερο» επισήμανε ο δρ Μακπί. Ισως η μικρή ψαλίδα που χωρίζει τις δύο κατηγορίες να οφείλεται στην εντατική προπόνηση που εφαρμόζουν όσοι μπαίνουν αργά μεν αλλά δυναμικά σε ένα νέο άθλημα, παίρνοντας τους δρόμους πέντε με έξι φορές την εβδομάδα, συνήθως ως μέλη μιας δρομικής κοινότητας. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, τα ευρήματα της έρευνας είναι αρκετά ενθαρρυντικά, υπενθυμίζοντας τελικά ότι δεν είναι ποτέ αργά να ξεκινήσει να τρέχει κάποιος για να γίνει πιο υγιής.