Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Στις 22 Δεκεμβρίου 2003 εγκαινιαζόταν στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας η έκθεση «Το φως του Απόλλωνα, ιταλική Αναγέννηση και Ελλάδα». Το κόσμημα της έκθεσης, που διοργανώθηκε μεταξύ Εθνικής Πινακοθήκης και Ιδρύματος Λόνγκι της Φλωρεντίας στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Αθήνα 2004, ήταν το πορτρέτο ενός έλληνα λογίου φιλοτεχνημένο από τον αναγεννησιακό ζωγράφο Σάντρο Μποτιτσέλι. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανιώτη, τον μισθοφόρο - ποιητή, που θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς στη λατινική γραμματεία, τόσο ώστε να ανατεθεί στον Μποτιτσέλι το πορτρέτο του. Εικάζεται μάλιστα ότι πρόκειται για μεταθανάτιο πορτρέτο που ζήτησε η χήρα του ποιητή Αλεσάντρα Σκάλα, μετά τον ξαφνικό θάνατό του το 1500 (παρασύρθηκε έφιππος και πνίγηκε από τον χείμαρρο ενός φουσκωμένου ποταμού). Πρόκειται για ένα εξαίρετο έργο που αποτελεί τον τελευταίο Μποτιτσέλι που βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή εκτός Ιταλίας και το οποίο βγαίνει σύντομα στη διεθνή αγορά της τέχνης.
Το πορτρέτο του έλληνα λογίου του 15ου αιώνα θα εκτίθεται στο Λονδίνο, στη μεγάλη διοργάνωση τέχνης της Frieze. Με τίτλο «Ο τελευταίος Μποτιτσέλι: Μικέλε Μάρουλο, ο στρατιώτης - ποιητής της Αναγέννησης», ο πίνακας παρουσιάζεται από την γκαλερί Trinity Fine Art στην ενότητα Frieze Masters (στο τμήμα των μεγάλων έργων τέχνης) ως ένα εξαίρετο δείγμα «ερμηνείας της ζωής». Είναι το είδος της αναγεννησιακής ζωγραφικής το οποίο επεσήμανε ο αρχιτέκτονας φιλόσοφος του 15ου αιώνα Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, σημειώνοντας ότι τα πορτρέτα αυτά «ήταν ο καλύτερος τρόπος για να θυμάσαι απόντες φίλους». «Ο Μάρουλλος του Μποτιτσέλι έχει παχιά φρύδια, τα βλέφαρά του είναι βαριά και τα μάτια του γυρίζουν εντελώς προς το δεξί μέρος του θεατή του πίνακα, σαν να αντιλαμβάνεται ξαφνικά την παρουσία κάποιου άλλου. Το ντύσιμό του είναι σκοτεινά μαύρα ρούχα. Μόνο ένα κομμάτι λευκού πουκαμίσου φαίνεται αμυδρά στον λαιμό του σαν κολάρο. Ενώ το μαύρο των ρούχων του ταιριάζει με τα μαλλιά του σαν τα δύο μαζί να πλαισιώνουν το πρόσωπό του που κυριαρχείται από τη μεγάλη μύτη του και το σφιχτά κλειστό στόμα του. Αν και ποιητής, δεν πρόκειται να βγάλει καμία λέξη. Η κίνηση των ματιών του ωστόσο δίνει μια αίσθηση δράσης. Θα μπορούσε να είναι μια στρατιωτική κλήση προς τα όπλα. Ή μια ποιητική διαμάχη.
Από το στόμα του θα μπορούσε να βγει κάποια "γλυκιά ευγλωττία" ή μια εξίσου αυστηρή επίπληξη. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν κάποιος χρησιμοποιούσε λανθασμένα μια ελληνική λέξη ή παρερμήνευε τους στίχους του Λουκρήτιου, τον οποίο ο Μάρουλλος θαύμαζε» αναφέρει στο δοκίμιό του ο δρ Καρλ Μπράντον Στρέλκε, επίτιμος επιμελητής του Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας, το οποίο δημοσιεύεται στον συνοδευτικό κατάλογο του πορτρέτου του Μιχαήλ Μάρουλλου.
ΖΩΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ. Ο Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης ήταν «ποιητής με νεοελληνική συνείδηση», επισημαίνει ο Νάσος Βαγενάς στο «Βήμα» της 21/12/2003, στο άρθρο του για τον έλληνα λόγιο του 15ου αιώνα. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1453, αισθανόταν σε όλη του τη ζωή «φυγάς Ελληνας», παρά το γεγονός ότι όλη του η παιδεία και η ποίηση ανήκαν στον ιταλικό ουμανισμό, αφού οι γονείς του εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και διέφυγαν στην Ιταλία. Ο Μάρουλλος διδάχθηκε τα ελληνικά και τα λατινικά γράμματα και φιλοσοφία στη Βενετία και την Πάδοβα. Την άνοιξη του 1471, στα 17 του, προσχώρησε στους στραντιότι (stradiotti), δηλαδή στους περιφερόμενους έλληνες μισθοφόρους πολεμιστές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους διάφορους ηγεμόνες της Ιταλίας. Μέσα από το μισθοφορικό επάγγελμα έζησε την περιπέτεια των πολέμων, αλλά δεν σταμάτησε να συνθέτει ποίηση στη λατινική γλώσσα. Η ποίησή του, Ελεγείες, Επιγράμματα, Φυσικοί Υμνοι, τον ανέδειξε στα κέντρα του ουμανιστικού πνεύματος στη Φλωρεντία, τη Ρώμη και τη Νάπολι, ενώ ανέπτυξε δεσμούς και με την οικογένεια των Μεδίκων.
Υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή του, προσχώρησε το καλοκαίρι του 1476, σε ηλικία 22 ετών, στους κύκλους των πολυθεϊστών οπαδών του Γεώργιου Γεμιστού - Πλήθωνος που μέχρι και το 1500 αποτελούσαν την πλειοψηφία μέσα στους στραντιότι. Παρά την ελληνική καταγωγή του, ο ποιητής είχε ασκηθεί στη λατινική γλώσσα και κανένα κείμενό του δεν υπάρχει στα ελληνικά. Τη θλίψη του γι' αυτή την αδυναμία εκφράζει στον Υμνο του στον Ερμή. Οπως σημειώνει η καθηγήτρια της Λατινικής και Ιταλικής Φιλολογίας Στέλλα Πριόβολου στη δική της μελέτη για τον μισθοφόρο - ποιητή: «Για τον Μάρουλλο η Ελλάδα υπήρξε η κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά και η χαμένη πατρίδα». Εξαιτίας των Ελληνικών Υμνων του το 1528 ο φιλόλογος και θεολόγος Ερασμος θα παραδεχθεί στον «Κικερωνιανό» του («Ciceronianus») ότι η ποίηση του Μάρουλλου θα μπορούσε να γινόταν «αποδεκτή» εάν δεν κυριαρχούνταν τόσο πολύ από τον «παγανισμό».
info
«The Last Botticelli: Michele Marullo, Soldier - Poet of the Renaissance», από 2 έως 6 Οκτωβρίου, στο Frieze Masters, Λονδίνο