Επειτα από οκτώ δύσκολα χρόνια, το 2019 είναι το πρώτο έτος χωρίς πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, μια σειρά από δεδομένα και εκθέσεις διεθνών οργανισμών για την πορεία της οικονομίας το 2019 και 2020, δείχνουν ότι η κατάσταση αυτή δεν έχει ακόμη διασφαλιστεί, για τους εξής 6+1 λόγους:

(1) Το παλαιό παραγωγικό μοντέλο της χώρας που βασιζόταν στην εσωστρέφεια, την κατανάλωση, το πελατειακό σύστημα, τη διαφθορά και την παροχολογία δεν φαίνεται να έχει αλλάξει παρά τις πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν, με την πίεση των θεσμών. Οι λίγες επενδύσεις δεν κατευθύνονται σε τομείς τεχνολογικής αιχμής. Οι εξαγωγές εξακολουθούν να είναι λίγες, μέσης και χαμηλής τεχνολογίας.

(2) Η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση χαμηλής πτήσης με νωχελικούς ρυθμούς ανάπτυξης που βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό και στην κατανάλωση, με αργή βελτίωση του διαθέσιμου ιδιωτικού εισοδήματος και αργή βελτίωση της λειτουργικότητας των επιχειρήσεων. Δύσκολα θα ξεφύγει η χώρα από αυτή την «παγίδα» με τις υπάρχουσες δεσμεύσεις για την επίτευξη «θηριωδών» πρωτογενών πλεονασμάτων πάνω από 3,5% αλλά και με τις υπάρχουσες νοοτροπίες, τον καταθλιπτικά επικρατούντα τρόπο σκέψης και τις ανακυκλούμενες προτάσεις τρέχουσας κατανάλωσης.

(3) Το δημόσιο χρέος είναι πολύ μεγάλο – συγκριτικά μεγαλύτερο έπειτα από 10 χρόνια κρίσης και τρία Μνημόνια. Οσο και αν ρυθμίζεται, συμπιέζει, καθορίζει αρνητικά την πορεία της οικονομίας, ενώ μια νέα μορφή χρέους, το ιδιωτικό χρέος που έκανε την εμφάνισή του από το 2015 και μετά δημιουργεί πρόσθετες απειλές στην οικονομία.

(4) Οι επικείμενες δικαστικές αποφάσεις για τη νομιμότητα ή μη των περικοπών των συντάξεων και των δώρων των δημοσίων υπαλλήλων ενδέχεται να προσθέσουν ένα δημοσιονομικό βάρος έως και 17 δισ. ευρώ, εφόσον οι τελικές αποφάσεις αναγνωρίσουν αναδρομικά για όλη τη διεκδικούμενη περίοδο. Ο κίνδυνος εκτροχιασμού από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι προφανής.

(5) Η χώρα δεν έχει πραγματοποιήσει ακόμη έξοδο στις αγορές. Αυτές παραμένουν ουσιαστικά κλειστές απέναντί μας, κυρίως λόγω της ανησυχίας που διαχέεται από τις επιδοματικές και παροχολογικές πολιτικές της κυβέρνησης, λίγο πριν από τις εκλογές. Εάν εξαιτίας αυτής της αδυναμίας και των πολιτικών επιλογών, η κυβέρνηση αρχίσει να χρησιμοποιεί το μαξιλάρι ασφαλείας για να τροφοδοτεί τα υπερ-πλεονάσματα, θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση από τις αγορές (με ακόμη υψηλότερα επιτόκια στο 10ετές ομόλογο) θεωρώντας ότι η χώρα μας βρίσκεται σε αδύναμη θέση.

(6) Η φυσική αύξηση του πληθυσμού δεν υπάρχει. Ούτε υπάρχουν δεδομένα που να οδηγούν σε αναστροφή των καταστροφικών για το έθνος τάσεων. Το δημογραφικό, σε συνάρτηση με τη μετανάστευση 500.000 νέων ελλήνων επιστημόνων, στερεί από τη χώρα την κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης.

(7) Τέλος, τα σύννεφα πυκνώνουν διεθνώς με την ισχυρή επανεμφάνιση του προστατευτισμού, ενώ στην ΕΕ τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης τερματίστηκαν, τα επιτόκια ανεβαίνουν, η ρευστότητα μειώνεται και ο ευρωσκεπτικισμός διογκώνεται.

Η μη αναστροφή των παραπάνω τάσεων, μας οδηγεί, για άλλη μια φορά, κατευθείαν στα βράχια…

Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων