Το παιδί μέσα μου έχει αναβάλει τα πάντα για «μετά τις γιορτές». Τον υδραυλικό για το σπασμένο σιφόνι του μπάνιου. Τη ΔΕΗ διότι λογικά φωταγώγησα το Σύνταγμα και δεν ενημερώθηκα. Τον γιατρό για το τσεκάπ, τα εμβόλια των γατόσκυλων, το δόντι που πονάει. Τηλεφωνήματα, συναντήσεις, συνεννοήσεις σού ‘πα μού ‘πες όλα «μετά τις γιορτές».

Μέχρι που το «μετά τις γιορτές» φτάνει χωρίς να σε ρωτήσει. Ποιος αλήτης πήρε το δεκαπενθήμερο και τό ‘κανε πεντάλεπτο, χαμπάρι δεν πήραμε ούτε το παιδί, ούτε εγώ. Παλιά η εβδομάδα μάς φαινόταν αιώνας, τώρα ούτε κλάσμα δευτερολέπτου. Κι αυτό το σιχαμένο «σαν χτες μού φαίνεται» έχει πάρει κόσμο στον λαιμό του: κυρίως όταν βγάζεις το «σαν» και σου μένει το «χτες».

(Σαν) χτες – δηλαδή είκοσι μέρες πριν – πήγα σινεμά να δω τη Μαίρη Πόπινς που επιστρέφει. Για μας η πρώτη Μαίρη ήταν η σημαδούρα των παιδικών μας χρόνων, ακόμα ακόμα λέμε απνευστί τη μαγική λέξη «supercalifragilisticexpialidocious». Μπήκα στην αίθουσα λίγο ενοχικά, βέβαιη πως η πιτσιρικαρία θα με βλέπει σαν ούφο. Ελα όμως που το σινεμά ήταν γεμάτο με κυρίες «μιας κάποιας ηλικίας» με το ίδιο, μ’ εμένα, ενοχικό βλέμμα;

Τελικά περάσαμε μια χαρά και ουδείς ασχολήθηκε μαζί μας, εννοείται αυτό. Στο κεφάλι είναι όλα, αλλά βλέπεις έτσι είμαστε προγραμματισμένοι να λογοδοτούμε σαν ηλίθιοι σε συμβάσεις του τίποτα, του απολύτως τίποτα: οι μεγάλες γυναίκες δεν βλέπουν Μαίρη Πόπινς. Οι μεγάλες γυναίκες κάνουν χειροποίητους κουραμπιέδες, νόμος. Ολα τ’ άλλα είναι για τα παιδιά. Τα κανονικά, τα νορμάλ – όχι τα έγκλειστα, τα παραχωνιασμένα εντός μας. Οχι αυτά που ανεξαρτήτως ηλικίας διεκδικούν το δικαίωμα στο παιχνίδι, στη σαχλαμάρα της στιγμής, στο χαζό καλαμπούρι, στη χαρά, στο γέλιο και στο γδαρμένο γόνατο.

Δεν το μάθατε από μένα, αλλά είμαστε πολλοί εμείς που αισθανόμαστε έτσι. Απλώς ο καθένας μας αισθάνεται μόνος γιατί αγνοεί την ύπαρξη των άλλων. Αλλά δεν βγαίνει έτσι η ζωή, μα την Παναγία. Ακόμα και στην υποβρύχια κολύμβηση ο αθλητής θα βγει απ’ το νερό να πάρει μια ρημαδοανάσα. Δεν θα κάτσει με το κεφάλι μέσα σαν μαλάκας να σκυλοπνιγεί.

Πάντα ρει και ουδέν μένει, Ηράκλειτος. Φεύγουν τα χρόνια κι όλα αλλάζουν, όλα, Ρένα Βλαχοπούλου. Μεγαλώνουμε, δουλεύουμε, κάνουμε οικογένεια, φωνάζουμε μαστόρους, πληρώνουμε μαστόρους, βάζουμε δόσεις σε πιστωτικές. Εχουμε ευθύνες, υποχρεώσεις, άγχη, χρέη, υπόλοιπα, απωθημένα, νεύρα, φίλους, εχθρούς και πονεμένα δόντια και πονεμένες καρδιές. Και κρυμμένα παιδιά, φυλακισμένα μέσα μας.

Αυτό θα κάνω πρώτο «μετά τις γιορτές». Θα ελευθερώσω το παιδί που κρύβω μέσα μου. Θα του βάλω μπουφάν και σκουφάκι γιατί έχει κρύο και θα το αφήσω ν’ αναπνεύσει. Θα το πάω βόλτα στο χιονισμένο δάσος. Θα το αμολήσω να παίξει με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς. Θα του μάθω μήλα και γερμανικό και θα του αγοράσω μαλλί της γριάς. Θα το βγάλω βόλτα στην Ερμού την παλιά, θα του αγοράσω τα παιχνίδια παλιά και τα παραμύθια που δεν αφορούν πια κανέναν.

Να αναπνεύσεις, μικρό μου. Να γελάσεις, να παίξεις, να ιδρώσεις, να διψάσεις, να νυστάξεις. Να σε βάλω για ύπνο κι ύστερα ακροποδητί θα πάω στο μπάνιο. Γιατί ο υδραυλικός ήρθε. Και δεν έχει καιρό για χασομέρια.

Καληνύχτα, αγαπούλα μου. Ονειρα γλυκά.