Την Πρωτοχρονιά συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Συνήθως όταν γράφουμε ότι ένας συγγραφέας υπήρξε «από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα» υπονοείται μια εκτεταμένη βιβλιογραφία ή μια μεγάλη πινακοθήκη ηρώων. Κι όμως, η ιστορία της λογοτεχνίας αποδεικνύει ότι δεν χωράει σε καλούπια και ότι ενίοτε δραπετεύει από τις χαραμάδες των τυποποιημένων ερμηνειών. Οπως στην περίπτωση του Σάλιντζερ, ο οποίος χώρισε από τον κόσμο τα «δικά του», επιλέγοντας την αυτοαπομόνωση στη φάρμα του Κόρνις, στο Νιου Χαμσάιρ, ώς τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 2010. Για τον αμερικανό συγγραφέα αρκούσαν μερικά διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Ο «Φύλακας στη σίκαλη» του 1951 ήρθε για να μείνει, να επηρεάσει τους επιγόνους με τον υπόγειο τρόπο που μόνο η μεγάλη τέχνη γνωρίζει, να αφομοιωθεί από την ποπ κουλτούρα, να ενταχθεί στην ακαδημαϊκή ύλη (ο κορυφαίος κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρίσμαν, που το 1950 είχε μόλις εκδώσει το εξαιρετικό «Μοναχικό πλήθος» πρότεινε τον «Φύλακα» ως άσκηση στους φοιτητές του Χάρβαρντ). Στην ελληνική γλώσσα γνωρίσαμε το βιβλίο και τον αταξινόμητο ήρωά του, Χόλντεν Κόλφιλντ, χάρη στο σχήμα που του έδωσε το 1978 (εκδ. Επίκουρος) η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη, η οποία το 2014 παρέδωσε μια νέα μετάφραση υπό τον τίτλο «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» (εκδ. Γράμματα). Με αφορμή τη φετινή επέτειο, θυμάται τον συγγραφέα και τον ήρωα, με τους οποίους τη συνδέει, όπως γράφει, μισός αιώνας.

«Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο Χόλντεν Κόλφιλντ έκλεισε τα ενενήντα τρία του. Σαν τέτοια μέρα, το ’41, ξεμύτισε δεκαεξάρης σ’ ένα διήγημα. Γεννήθηκε λοιπόν το 1925. Αλλά δεν του φαίνεται.

Χρόνια και χρόνια, άντεξε πολλά. Αντεξε ούτε ξέρω πόσες σχολικές εκθέσεις και αναλύσεις, και προπαντός αυτές που αρπάχτηκαν από το κόκκινο κασκέτο του, και δώσ’ του τα νοήματα και οι συμβολισμοί, η Νέα Υόρκη με τους λύκους της κι ο Χόλντεν – Κοκκινοσκουφίτσος. Αντεξε ούτε ξέρω πόσες «πενταήμερες». Ολα τα Αμερικανόπουλα, όλων των λυκείων, βολτάρουν και ξαναβολτάρουν στο Μανχάταν του παρέα με το Χάρτη-Χόλντεν-Κόλφιλντ, δεν αφήνουνε πάπια για πάπια και μπαράκι για μπαρ.

Κι ο Σάλιντζερ, ώσπου να τα εκατοστήσει, μια χαρά τα πήγε. Αντεξε χαλασμένες σχέσεις και λεηλασίες, άντεξε πουλμανάκια με προσκυνητές (μεταπτυχιακούς ή σκέτους πτυχιούχους), χώρια οι τάχα μου «ερευνητές», οι με το έτσι θέλω «βιογράφοι», οι φωτογράφοι, οι δεν ξέρω ποιοι άλλοι. Για να εκπληρωθούνε στο ακέραιο οι Γραφές του, που έλεγαν πως ο αληθινός καλλιτέχνης μπορεί να αντέξει τα πάντα – ακόμα και τον έπαινο.

Εχουν, είχαν οχυρωθεί και οι δυο, καθένας στα δικά του. Στο Κόρνις ο ένας, στο Μανχάταν ο άλλος. Ο φράχτης του Κόρνις αποδείχτηκε απόρθητος. Απόρθητο ήταν όμως και το ξέφραγο Μανχάταν. Ο χάρτης που έλεγα, είναι πειραγμένος, έχει στέκια – φαντάσματα, τοπόσημα εκτός τόπου. Κι αυτό το φρόντισε ο Σάλιντζερ, που ομολογούσε ότι, για τον συγγραφέα, μία είναι η υπέρτατη ηδονή: να υπάρχει σε κάθε του σελίδα, άκρη άκρη, σαν να ‘χει βγει στον μαντρότοιχο της αυλής του για να χαζέψει.

Ο Σάλιντζερ ήτανε άγρια κτητικός με τα γραφτά του (τις λέξεις του, τη στίξη του, τα άρθρα, τους συνδέσμους) και πάνω απ’ όλα με τους ήρωές του. Με τον καιρό, αν όχι κι από την αρχή, έγινε μέσα μου ένα με τον Χόλντεν. Δεν έμεινα ποτέ, εννοείται, στις συμπτώσεις, στα επιμέρους. Μου φτάνει που αναγνωρίζω και στους δυο τους τον κοινό προπάτορα: τον ακροβάτη-κλόουν του Σίμουρ, που βουτάει από τα ύψη σ’ έναν κουβά νερό.

Από το καλοκαίρι που μας πέρασε, είναι μισός αιώνας που τους ξέρω. Μισό αιώνα, και χωρίς να νοσταλγώ ούτε στιγμή την εφηβεία μου (που αν ήταν βέβαια εφηβεία στο Μανχάταν, ίσως να την ξανασυζητούσα), τους αγαπάω το ίδιο ακριβώς, τον ένα μέσα από τον άλλο, έτσι όπως κλείστηκαν, μπορεί και άθελά τους, σ’ αυτή την ιστορία της Μη Ενηλικίωσης.

Και αν οι δυο τους πρόκειται ν’ αποδειχτούν, όπως μαθαίνω, συγγραφείς του ενός βιβλίου, ήρωες του ενός βιβλίου, τι μ’ αυτό; Υπάρχουν και οι αναγνώστες του ενός βιβλίου. Και είμαστε πολλοί».

J.D. Salinger

«Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης»

Μτφ. Τζένη Μαστοράκη, εκδ. γράμματα, σελ. 271

Τιμή: 14,40 ευρώ