Από τα γοητευτικότερα χωρία των ομηρικών επών είναι το συμπόσιο στη νήσο των Φαιάκων όπου ο Οδυσσέας, που έχει αποκρύψει την ταυτότητά του, ναυαγός, δέχεται την πλουσιοπάροχη φιλοξενία του βασιλέα του νησιού και της αυλής του, ακούει τον ραψωδό Φήμιο να αφηγείται τα τρωικά και τον ρόλο του σ’ αυτά και δεν μπορεί να κρατήσει τα δάκρυά του, έχουμε την πρώτη, έστω αφηγηματική, μίμηση πράξεως και συνάμα τη λογοτεχνική αναδίπλωση του νόστου, αφού ένας ήρωας που επιστρέφει στην πατρίδα του ακούει το πώς η τέχνη έχει ήδη κάνει θέμα της τον νόστο ώστε ιδιοφυώς ο ήρωας να γίνεται αυτήκοος μάρτυρας του βίου του και της περιπέτειάς του. Εκτοτε η λογοτεχνία, επική, λυρική και δραματική, ανήγαγε σε κυρίαρχο θέμα τον νόστο, την παλιννόστηση, τη νοσταλγία.

Κάνοντας άλματα θα φτάσω στα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς, ίσως μαζί με της αγάπης είναι τα πλέον πολυάριθμα στην ελληνική γλώσσα κι όχι μόνο  σ’ αυτήν – τα ιρλανδέζικα και τα νέγρικα τραγούδια των σκλάβων της Αμερικής, τα εβραϊκά της διασποράς είναι αριστουργήματα όπου αποτυπώνεται συχνά σπαρακτικά ο ξεριζωμός από τις ρίζες πατρίδας και συχνά γλώσσας και από την άλλη η μνήμη διατηρεί και συντηρεί και αρδεύει την ελπίδα της επιστροφής.

Μου έκανε πάντα εντύπωση η αναφορά στα τρωικά στο σατυρικό δράμα του Ευριπίδη «Κύκλωψ», το μόνο δείγμα της αρχαίας σατυρικής δραματουργίας. Πώς ο ανθρωποφάγος, απομονωμένος στην Αίτνα Κύκλωπας έχοντας αιχμαλωτίσει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του που βγήκαν στα μέρη του για να αναζητήσουν νερό, ενώ επιστρέφουν μετά την άλωση της Τροίας στην Ιθάκη, γνωρίζει τα τρωικά και γελοιοποιεί την εκστρατεία ως ηλιθιότητα ωρίμων ανθρώπων που επιδιώκουν στην ξενιτιά τον θάνατο, αντί στον τόπο τους να χαίρονται τον έρωτα και το φαΐ!!

Λες πως ο Κύκλωπας, όπως ο Φήμιος, έχει ήδη διαβάσει ή ακούσει Ομηρο!

Από την άλλη ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του γράφει πως στην τραγική εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία οι απελπισμένοι αιχμάλωτοι στα πρανή της Αίτνας τα βράδια κάτω από τον ουρανό νοσταλγώντας την πατρίδα τραγουδούσαν χορικά του Ευριπίδη από τραγωδίες (όπως η «Ιφιγένεια εν Ταύροις») που ο Χορός νοσταλγούσε την πατρίδα.

Οι σκέψεις που προηγήθηκαν προκλήθηκαν από ένα έξοχο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα και που είχα τη χαρά να το παρουσιάσω μαζί με τις πανεπιστημιακές καθηγήτριες κ.κ. Σταματοπούλου και Κόκορη.

Πρόκειται για το τιτανιαίο πόνημα σε υλικό αλλά και σε σελίδες της Ελένης Τσεφαλά: «Εκατό χρόνια – θέατρο των Ελλήνων στην Αυστραλία (1910 – 2010)», εκδόσεις «24 γράμματα».

Η βιβλιογραφία της θεατρολογικής έρευνας πάνω στα θεατρικά δρώμενα των Ελλήνων της διασποράς ή και των μεταναστών ή ακόμη και των πολιτικών εξορίστων είναι περιορισμένη αλλά σημαντική. Εως πρόσφατα (1990) δεν είχαμε πανεπιστημιακή έρευνα, δεδομένου πως μόλις τότε ιδρύθηκε το πρώτο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Ελλάδα. Εξάλλου μια έρευνα για τη θεατρική δραστηριότητα των Ελλήνων στην ξενιτιά ήταν, εκ των πραγμάτων, τουλάχιστον οικονομικά αδιανόητη.

Εγραψα συχνά για τον πολύτιμο τόμο που μας χάρισε ο Αδαμάντιος Λεμός ειδικότερα στα κεφάλαια που αναφέρονται στις προσπάθειές του να στεριώσει ελληνόφωνο θέατρο για τους Ελληνες των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη.

Η καθηγήτρια Σταματοπούλου μας παρέδωσε μια εξαντλητική πολυσέλιδη κατάθεση για το θέατρο των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός Σολομωνίδης μας προίκισε με πληροφορίες για το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη.

Μικρές αλλά πολύτιμες εργασίες έχουμε για το θέατρο των Ελλήνων στη Μαριούπολη της Ουκρανίας αλλά και στη Γεωργία, ιδίως στην Τασκένδη, από τους πολιτικούς εξόριστους, εκεί εξάλλου ξεδίπλωσε το ταλέντο της, πρώην ηθοποιός, η Αλκη Ζέη και ο μεγάλος θεατράνθρωπος σύζυγός της Γιώργος Σεβαστίκογλου.

Αλλά η εργασία της Τσεφαλά ασχολείται και εξαντλεί τα ντοκουμέντα για το θέατρο των Ελλήνων σε μια ολόκληρη ήπειρο!

Ο τόμος που κυκλοφορεί και αποτελεί μόνο ένα μέρος της εργασίας της που εγκρίθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης με επιβλέποντα καθηγητή τον Τηλέμαχο Μουδατσάκη έχει 700 σελίδες και μόνο ο πίνακας περιεχομένων είναι οκτώ (!) σελίδες. Η Τσεφαλά εξετάζει τη θεατρική δραστηριότητα της προπολεμικής περιόδου στο Σίδνεϊ, στη Μελβούρνη, το Περθ, τη Βρισβάνη, το Χόμπαρτ αλλά και τους περιοδεύοντες θιάσους από την Ελλάδα στο Σίδνεϊ και στο Περθ.

Στη μεταπολεμική περίοδο οι ντόπιοι θίασοι και οι θεατρικές ομάδες έδρασαν στη Μελβούρνη και στο Σίδνεϊ. Ετσι μαθαίνουμε πως στο Σίδνεϊ έδρασαν από το 1952 έως τις μέρες μας 19 θίασοι, θεατρικοί όμιλοι, θεατρικές ομάδες, ερασιτεχνικές ομάδες και ποντιακό θέατρο!!

Στη Μελβούρνη από το 1949 έως σήμερα έδρασαν 24 θεατρικά σχήματα, ανάμεσά τους θίασοι στο ποντιακό ιδίωμα και στο κυπριακό αλλά και ομάδες που απευθύνονται και συγκροτούνται από γυναίκες.

Εδώ θα πρέπει να τονίσω πως η Εκκλησία και προσωπικά ο Αρχιεπίσκοπος, παρ’ όλες τις έριδες (ασθένεια πάγια και μεταδοτική στο ελληνικό ήθος) έχει ενθαρρύνει και προικοδοτήσει θιάσους που σ’ ένα πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό περιβάλλον προσπαθούν να διατηρήσουν το ορθόδοξο κλίμα.

Η Τσεφαλά καταθέτει πληροφορίες για θιάσους στην Αδελαΐδα, το Περθ, τη Βρισβάνη, το Χόμπαρτ, στο σύνολο δέκα σχήματα.

Σημειώνω εδώ πως στο Χόμπαρτ το μουσικό θέατρο «Ηχος» είναι χώρος μουσικής και όπερας!

Η έρευνα της Τσεφαλά έφτασε έως την αξιοποίηση των πληροφοριών για την παρουσία ελληνικού θεάτρου στα Πανεπιστήμια της Αυστραλίας. Ετσι μαθαίνουμε για την επί μία πεντηκονταετία περίπου δράση του Τμήματος Νοελληνικών του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και τα έξι θεατρικά σχήματα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ – εργαστήρια, όμιλοι, σύλλογοι. Αξιοθαύμαστοι είναι θίασοι και οι θεατρικές ομάδες που ασχολούνται με το παιδικό θέατρο, δύο στο Σίδνεϊ, εννέα (!) στη Μελβούρνη. Εδώ σταθμεύω για να επισημάνω πως το παιδικό θέατρο μαζί με τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία είναι η πλέον πολύτιμη πηγή που τροφοδοτεί τη γλωσσική αλλά όχι μόνο ελληνική συνείδηση (ιστορική, θρησκευτική, εθιμική, πολιτική).

Ο ελληνικός Καραγκιόζης θριάμβευσε στην Αυστραλία. Και είχα και προσωπικά την ευκαιρία να επικοινωνώ με τον μακαρίτη πλέον παλιό ηθοποιό και καραγκιοζοπαίχτη Δημήτρη Κατσούλη.

Εκεί όμως που η έρευνα της Τσεφαλά μας αφήνει άναυδους είναι ο κατάλογος και η εργογραφία των ελλήνων συγγραφέων θεάτρου στην Αυστραλία.

Καταγράφει 4 στο Σίδνεϊ και 5 στη Μελβούρνη πρωτεργάτες και ακολουθούν με εξαντλητική παρουσίαση αλλά και προσωπικές συνεντεύξεις 13 συγγραφείς στη Μελβούρνη, 7 στο Σίδνεϊ, 3 στην Αδελαΐδα πρώτης γενιάς μεταναστών και στη συνέχεια της δεύτερης γενιάς 20 συγγραφείς στην ήπειρο και άλλοι 20 που γράφουν δίγλωσσα έργα.

Η Τσεφαλά εκτός από τις συνεντεύξεις παραθέτει και αναλύσεις, περιλήψεις και κριτικές αποτιμήσεις αυτής της σπουδαίας εσοδείας.

Αλήθεια, δεν θα ευαισθητοποιηθεί κανένας έλληνας εφοπλιστής ή εισαγωγέας να φέρει έστω έναν τον χρόνο θίασο της Αυστραλίας με ελληνικό έργο για μία εβδομάδα στο Εθνικό Θέατρο;

Το έξοχο, πλούσιο, ερεθιστικό υλικό που μας παρέχει η Τσεφιλά είναι πολιτισμική πρόκληση και καθήκον.

Ελένη Τσεφαλά

Εκατό χρόνια θέατρο των Ελλήνων στην Αυστραλία (1910-2010)

Εκδ. 24 γράμματα, 2018, σελ. 692

Τιμή: 28 ευρώ