Σπανίως έμπαινε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και όταν το κατάφερνε εμφανιζόταν – εκών άκων – άλλοτε «λυρικός» και άλλοτε «σκοτεινός». Σαν μια ποιητική κατηγορία από μόνη της που χρειαζόταν ειδική διαχείριση μέσα στη σχολική αίθουσα. Με τα χρόνια, ο Καρυωτάκης απέκτησε στον δημόσιο λόγο τη «μυθολογία» που επιφυλάσσουν για τους ποιητές σε δύσκολους καιρούς η εξιδανίκευση, οι προκαταλήψεις, η ρομαντική ανάγνωση της λογοτεχνίας. Στη σκιά μάλιστα της αυτοκτονίας του ποιητή χανόταν ακόμη και η εποχή στην οποία έζησε – ο Μεσοπόλεμος -, από τις πιο σημαντικές παραμέτρους για να αναγνώσει κανείς ξανά και πάντα την ποίησή του. Σ’ αυτή την εποχή, άλλωστε, άλλοι νέοι ποιητές έδωσαν δείγμα ποιητικής γραφής με τον δικό τους διακριτό τρόπο: ο Τέλλος Αγρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (η άλλη αυτοκτονία της εποχής), ο Ρώμος Φιλύρας, η Μαρία Πολυδούρη κ.ά.

Για τις παραναγνώσεις του Καρυωτάκη – και την ιδεολογικά φορτισμένη έννοια του «καρυωτακισμού» που επικράτησε μετά τη δεκαετία του 1930 – μπορεί κανείς να ανακαλύψει περισσότερα, εκτός άλλων, στην «Παραμόρφωση του Καρυωτάκη» του Νάσου Βαγενά (Ινδικτος 2005 και Μικρή Αρκτος, 2015) και στον πρόσφατο συγκεντρωτικό τόμο «Κ.Γ. Καρυωτάκης – Ποιήματα και πεζά» σε επιμέλεια Δημήτρη Δημηρούλη (Gutenberg, 2017). Μια άλλη πτυχή διερευνά η ομάδα του «Με τα λόγια (γίνεται)», η οποία εδώ και τρία χρόνια επιχειρεί να απαντήσει στην ερώτηση «Ποιοι παλιοί ποιητές είναι σημαντικοί για μας σήμερα;», εγχείρημα που ξεκίνησε με εκδήλωση για τον Τάκη Παπατσώνη και συνεχίστηκε με αφιερώματα στην Ελένη Βακαλό και τη Ζωή Καρέλλη. Το φετινό, λοιπόν, εστιάζει στον Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928) και τους άλλους «Νέους» της δεκαετίας του 1920 – με αφορμή τα 90 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή και με παράλληλη αναφορά στην ανθολογία του Τέλλου Αγρα «Οι Νέοι» (1922). Το βασικό ερώτημα – αν ο Καρυωτάκης έπαψε να θεωρείται «ελάσσων» ποιητής, μήπως ο χαρακτηρισμός πέφτει αδίκως βαρύς πάνω σε κάποιες/ους συγχρόνους του – διερευνούν 13 ποιήτριες και ποιητές. Οι Ορφέας Απέργης, Αννα Γρίβα, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Λένα Καλλέργη, Θεώνη Κοτίνη, Δήμητρα Κωτούλα, Αλέκος Λούντζης, Παυλίνα Μάρβιν, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Χρήστος Σιορίκης, Γιώργος Σπανός, Νάντη Χατζηγεωργίου και Δημήτρης Χουλιαράκης διαβάζουν και σχολιάζουν ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη και ένα ποίημα σύγχρονου ή σύγχρονής του. Δύο από αυτούς φωτίζουν τη σχέση τους με την ποίηση του Καρυωτάκη.

1. Ποιο ποίημα του Καρυωτάκη και ποιο σύγχρονού του ποιητή επιλέγετε και γιατί;

2. Τι σήμαινε για εσάς το όνομα Καρυωτάκης κατά την ποιητική σας «ενηλικίωση»; Είχατε μια συγκεκριμένη εικόνα που άλλαξε στην πορεία;

3. Μπορείτε να εντοπίσετε το χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιεί από μια «γενιά»;

4. Εχετε εντοπίσει προκαταλήψεις, παρανοήσεις και παρερμηνείες της ποίησής του από σύγχρονους ή μεταγενέστερους;

5. Απ’ όσα έχετε ανακαλύψει και μελετήσει, πώς θα περιγράφατε τη σχέση του ίδιου του Καρυωτάκη με την ποίηση; Πώς έβλεπε ο ίδιος το έργο του;

Αννα Γρίβα

Γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Εχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Σκοτεινή κλωστή δεμένη» (2017), «Ετσι είναι τα πουλιά» (2015), «Οι μέρες που ήμασταν άγριοι» (2012), και οι τρεις από τον Γαβριηλίδη, και «Η φωνή του σκοτωμένου» (2010) από τη Χαραμάδα.

1. Από τον Καρυωτάκη επιλέγω το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» και από τον Μίνωα Ζώτο (1905-1932) το «Περιδέραιο». Τα δύο αυτά ποιήματα τα συνδέει ένα κοινό νήμα: οι ποιητές παίρνοντας αφορμή από τον υλικό κόσμο της καθημερινότητας εκφράζουν την αλήθεια μιας ολόκληρης εποχής, τον πόνο ενός κόσμου που αλλάζει. Επίσης, τυγχάνει και οι δύο αυτοί ποιητές να έχουν συνδεθεί στενά με την Πολυδούρη, ενώ χάθηκαν σε νεαρή ηλικία, κι αυτό με έκανε πάντα να τους έχω συνδεδεμένους στον νου μου και να διαβάσω συγκριτικά αρκετά ποιήματά τους.

2. Οταν αρχίζει κανείς να διαβάζει Καρυωτάκη – συνήθως στην εφηβεία -, ταυτίζεται με τα αισθήματα της μοναξιάς και της θλίψης. Στην περίπτωσή μου, σε νεαρότερη ηλικία ένιωσα ότι ο ποιητής κατάφερε να εκφράσει και τα δικά μου αδιέξοδα με έναν τρόπο καθηλωτικό. Στη συνέχεια, βέβαια, μεγαλώνοντας, κατανόησα ότι ο Καρυωτάκης είναι πολύ περισσότερα πράγματα: ένας πνευματικός άνθρωπος με ιδιαίτερες δυνατότητες, ένας σπουδαίος ευρωπαίος ποιητής, ένας καλλιτέχνης που αποτέλεσε τομή για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.

3. Είχε μεγάλη τόλμη να χαράξει τη δική του διαδρομή αίροντας τις προϋπάρχουσες παραδόσεις, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά – μορφικά. Δεκάδες μελέτες έχουν γραφεί πάνω σε αυτό το θέμα. Πάντως, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ήταν πολλά κι εκείνα που τον έδεναν με τη γενιά του, μια κοινή στάση προς τον κόσμο: όχι τόσο απαισιοδοξία και απόσυρση, όπως συχνά ακούγεται, όσο μια στροφή προς τα έσω, μια προσπάθεια να δει ο άνθρωπος τον εαυτό του για να μπορέσει έπειτα να κατανοήσει και τον κόσμο. Ηταν μια πρόταση ουσιώδης εκείνη, σε μια εποχή που σπαρασσόταν από πλήθος καταστροφών και ερειπίων, με μεγαλύτερη τη Μικρασιατική Καταστροφή.

4. Συχνά ο Καρυωτάκης προσεγγίζεται και ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αυτοκτονίας του. Διαβάζοντας, όμως, κάποιος σε βάθος την ποίησή του αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, ευφυή και διεισδυτικό, πολυπράγμονα και με καθαρό βλέμμα μπροστά στις προκλήσεις της εποχής του. Ο Καρυωτάκης μάς καλεί να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας, δεν μας καλεί να παραιτηθούμε.

5. Το είχε πει ο ίδιος: η ποίηση ήταν για εκείνον το καταφύγιο που φθονούσε, όταν τον έδιωχναν τα πράγματα. Νομίζω ότι με αυτούς τους στίχους ήθελε να μας πει πως δεν είναι μια εύκολη καταφυγή η τέχνη, είναι ένας πόλεμος εσωτερικός, μια μάχη, και συχνά δημιουργεί έντονες ψυχικές καταστάσεις που απαιτούν ιδιαίτερη δύναμη.

Χρήστος Σιορίκης

Γεννήθηκε το 1989 στο Αγρίνιο. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εξειδικεύτηκε σε μεταπτυχιακό επίπεδο στη Διδακτική της Λογοτεχνίας. Εχει συμμετάσχει στη μετάφραση ισπανόφωνων μικροδιηγημάτων για την ανθολογία «Mini71cuentos» (εκδόσεις Μιχ. Σιδέρη, 2012). Από τις εκδόσεις Αντίποδες μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή του «Η πρώτη φορά».

1. Επέλεξα την «Εσπέρα» του Καρυωτάκη από τα «Νηπενθή» και το αθησαύριστο «Φεγγάρι της Αθήνας» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Αυτό το ποίημα, όταν το διάβασα, ένιωσα πως, μέσα από το αίσθημά του – ίσως ακόμα και από τον τρόπο του στίχου σε κάποια σημεία -, μπορεί να σταθεί δίπλα στον τρόπο του Καρυωτάκη· στον τρόπο του να μας δίνει τη νύχτα και το φως που φεύγει.

2. Στο σχολείο είχα βαρεθεί με την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», παρότι κάτι προκαλούσε στη σκέψη μου. Ομως, με τα χρόνια, πέφτοντας αρχικά τυχαία στα ποιήματά του, στεκόμουν κι έλεγα, ναι, κοίτα πόσο δεν αρκεί η λέξη «απαισιοδοξία» γι’ αυτόν. Είχα την τύχη να ακούσω να απαγγέλλουν ποιήματά του άνθρωποι που τον αγαπούν πολύ, οπότε έτσι άκουσα όλη τη μουσική του – γιατί το όνομα από μόνο του, το Καρυωτάκης, και το κάθε όνομα, ίσως να μη λέει και τίποτα· χρειάζεται να ενσαρκωθεί το ποίημα μέσα από τη ζωντανή φωνή για να νιώσεις τον ποιητή. Πλέον τον έχω δίπλα σε σημαντικούς και αγαπημένους και άλλων γλωσσών, όπως ο Λόρκα και οπωσδήποτε ο Ρίλκε.

3. Παρά τα λίγα χρόνια ζωής, ο Καρυωτάκης έδωσε ένα ολοκληρωμένο έργο (ποιος ξέρει βέβαια τι άλλο θα μπορούσε να είχε γίνει). Διαβάζοντας την ανθολογία των «Νέων» που επιμελήθηκε ο Τέλλος Αγρας και σκεπτόμενος γενικότερα την εποχή εκείνη, νιώθω πως, ενώ υπήρξαν ποιητές που τόλμησαν και στη γλώσσα και στη θεματική, δεν φτάνουν ακριβώς το ύψος του – ή, καλύτερα, την ποιότητα της έντασής του· η οποία και σχετίζεται με το «σπάσιμο» που κάνει ο Καρυωτάκης στο ποίημα από στίχο σε στίχο – ας σκεφτούμε μόνο πώς και πού εμφανίζεται ο στίχος «Εχω κάτι σπασμένα φτερά» -, με το στοιχείο του ακαριαίου, κι ακόμα με το πώς ενσωματώνει έναν παιδικό λόγο ή ρυθμό μέσα σε ένα ενήλικο αίσθημα.

4. Πιστεύω ότι ο Καρυωτάκης συνδέθηκε συχνά με τη απαισιοδοξία και τον θάνατο – σίγουρα και λόγω της αυτοκτονίας. Ομως η παρουσία του θανάτου στον Καρυωτάκη δεν είναι ούτε απαισιοδοξία ούτε ακριβώς φόβος· η παρουσία αυτή προκύπτει από μια τεράστια ένταση ζωής. Γι’ αυτό και σαρκάζει και κλαίει και τραγουδάει ο Καρυωτάκης. Και παρότι δεν είναι άγνωστος ποιητής, παρότι έχει γίνει λόγος για καρυωτακισμό, δεν ξέρω αν έχουμε σταθεί όσο χρειάζεται στον τρόπο του, αν έχουμε απομακρυνθεί επαρκώς από την παρανόηση του «απαισιόδοξου» ποιητή. Η γλώσσα του συνεχίζει να είναι πρόκληση – είναι άραγε σίγουρη η φωνή μας όταν διαβάζει δυνατά τα ποιήματά του;

5. Η ποίηση μπορεί να ήταν το «καταφύγιο που φθονούσε», όμως αυτό δεν αναιρεί την ενότητα της τέχνης και της ζωής του. Ενας άνθρωπος που στα 23 του χρόνια γράφει μια συλλογή με τίτλο «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων», μέσα στην οποία υπάρχει ο στίχος «Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους», ήξερε καλά ποιος είναι.

info

«Ο Καρυωτάκης και οι άλλοι», με ελεύθερη είσοδο, τη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου στις 19.30, στο Θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης (Μασσαλίας 22, Αθήνα)