Κινδύνους στον τρόπο που διαχειρίζεται το πολιτικό σύστημα την ελληνική οικονομία βλέπει ο επικεφαλής του γερμανικού ινστιτούτου Max Planck Μάρτιν Χέλβιγκ, απορρίπτοντας, ταυτόχρονα, τη θέση ότι η χώρα έχει επιστρέψει στην «κανονικότητα». Αντίθετα, θεωρεί ότι ο δρόμος προς την αποκατάσταση της «κανονικότητας» αποτελεί «μακροπρόθεσμο εγχείρημα».

«Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε μια κανονική κατάσταση είναι ένα μακροπρόθεσμο εγχείρημα» δηλώνει ο γερμανός οικονομολόγος, προσθέτοντας ότι βλέπει τρεις πηγές κινδύνου για την ελληνική οικονομία. Οι δύο είναι εσωγενείς. «Πρώτον, από τις συνέπειες της κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας και του εμπορίου παγκοσμίως, δεύτερον από τις επιπτώσεις των προβλημάτων που συνεχίζουν να υφίστανται στην πραγματική οικονομία και τις τράπεζες, και τρίτον από μια δυνητική πολιτική αστάθεια και από τον τρόπο που το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται την οικονομία» δηλώνει κατηγορηματικά ο Χέλβιγκ στη συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ».

Για τις ελληνικές τράπεζες και το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ο Χέλβιγκ, έχοντας την εμπειρία ενός εκ των πλέον ειδικών παγκοσμίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλώνει ότι «η οικονομική ύφεση, εξαιτίας των Μνημονίων και της κρίσης του 2015, έπληξε σοβαρά την πραγματική οικονομία. Η αδυναμία των τραπεζών και η προκύπτουσα πιστωτική κρίση προστέθηκαν στο πρόβλημα». Θεωρεί, όμως, σημαντικό να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα «ριζικά και γρήγορα».

Εμφανίζεται, ωστόσο, αντίθετος στην εξεύρεση λύσεων τύπου «κακής τράπεζας». «Η δημιουργία μιας κακής τράπεζας δεν κάνει τις απώλειες να εξαφανιστούν, οπότε τίθεται το ερώτημα ποιος τις αναλαμβάνει» δηλώνει, τονίζοντας ότι μια κυβερνητική πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση χρηματοδότησης μιας τέτοιας λύσης σημαίνει ότι, έτσι, τα προβληματικά στοιχεία «αγοράζονται επί της ουσίας από τους φορολογουμένους».

«Η αντιμετώπιση προβληματικών δανείων μπορεί να σημαίνει διαγραφή τους ή αναδιάρθρωσή τους έτσι ώστε να γίνουν βιώσιμα. Σε μια κατάσταση όπου ολόκληρη η οικονομία είναι προβληματική, είναι σημαντικό να διατηρηθούν βιώσιμες επιχειρήσεις» δηλώνει ο γερμανός οικονομολόγος, ο οποίος έχει διδάξει επίσης, εκτός Γερμανίας, σε κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια. Θεωρεί, επιπλέον, ότι μέσω ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας και μέσω αναδιάρθρωσης οι τράπεζες αποκτούν «κίνητρα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων».

 

ΜΕΛΟΣ ΤΩΝ «ΣΟΦΩΝ». Ο καθηγητής Οικονομικών και μέλος των «σοφών» του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας θέλησε να κρατήσει αποστάσεις στο ζήτημα του αν θα ήταν καλύτερη λύση για τις ελληνικές τράπεζες η επιλογή από την ελληνική κυβέρνηση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής αντί της εξόδου από τα Μνημόνια. «Εκτιμώ τη συζήτηση που διεξήχθη σχετικά με αυτό το ζήτημα, αλλά δεν είμαι αρκετά καλά ενημερωμένος για να σχηματίσω μια σαφή άποψη» είπε διπλωματικά.

Ο συγγραφέας (μαζί με την οικονομολόγο Ανάτ Αντμάντι) του βιβλίου «Τα καινούργια ρούχα του τραπεζίτη» θεωρεί ότι οι ιταλικές τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα κυρίως λόγω των αδυναμιών της ιταλικής οικονομίας. Οπως επεξηγεί, ήδη τη δεκαετία του 1990, η Ιταλία ήταν η χώρα του ΟΟΣΑ με τη χαμηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας. Η ιταλική βιομηχανία έχει επίσης πληγεί από τον ανταγωνισμό της Κίνας και της Ανατολικής Ευρώπης, επισημαίνει, τονίζοντας ότι το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αποτέλεσμα της προβληματικής αυτής κατάστασης, η οποία δεν εντοπίζεται μόνο στο Mezzogiorno, αλλά και στον ιταλικό Bορρά.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ. Στην ερώτηση αν η οικονομία της ευρωζώνης είναι έτοιμη για την αναμενόμενη απόφαση της ΕΚΤ να περιορίσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ο γερμανός οικονομολόγος απαντά: «Κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος για το τέλος εύκολων χρημάτων. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι πιθανό να χειροτερεύσει, γι’ αυτό και έχω δει με σκεπτικισμό το QE». Oπως επεξηγεί, «η αντιμετώπιση των μακροοικονομικών προβλημάτων, χωρίς να αντιμετωπιστούν πρώτα τα προβλήματα των τραπεζών, έχει δημιουργήσει περισσότερους κινδύνους για τις τράπεζες».

Μάλιστα, αναμένει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν προβλήματα όταν «σφίξει» η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. «Ας υποθέσουμε ότι η νομισματική πολιτική σφίγγει και τα επιτόκια αυξάνονται. Τι θα γίνει με τις αξίες των ακινήτων, τι θα γίνει με τα περιθώρια επιτοκίων των τραπεζών;» αναρωτιέται, επεξηγώντας ότι στη Γερμανία η μέση διάρκεια για την οποία παραμένει σταθερό το επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια έχει αυξηθεί σε περισσότερο από 15 έτη. «Είμαι βέβαιος ότι πολλές τράπεζες δεν αντιστάθμισαν τον κίνδυνο να υπάρχει από τη μια αύξηση των επιτοκίων σε πέντε χρόνια στο 4% και από την άλλη τα στεγαστικά δάνεια να αποδίδουν στις τράπεζες μόνο 2% για αρκετά χρόνια». Προβλέπει, πάντως, ότι «αυτός μπορεί να είναι ένας λόγος για τον οποίο τα επιτόκια δεν θα επιτραπεί τελικά να αυξηθούν».

Θεωρεί ότι η αμερικανική εμπειρία αναδεικνύει καλύτερα το πρόβλημα. «Οταν ο Μπερνάνκι [πρώην κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ] χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη «έξοδος» το 2013, οι αγορές αντέδρασαν πολύ αρνητικά, οπότε χρειάστηκε να φτάσουν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 προτού να υπάρξουν εξελίξεις. Και τότε οι αγορές αντιδρούσαν ακόμη περισσότερο, γι’ αυτό ήταν πολύ προσεκτικοί και αργοί στις αποφάσεις να προχωρήσουν. Ο νέος πρόεδρος της Fed φαίνεται πιο αποφασισμένος, αλλά αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο οι αγορές έχουν πέσει τελευταίως» επεξηγεί. Πώς θα επηρεαστούν χώρες, όπως η Ελλάδα από την αναμενόμενη έξοδο της ΕΚΤ από το QE; «Εξαρτάται από την ισχύ του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν ξεκινήσουν οι εξελίξεις» απαντά.