Θέλουν εισβολές, χτυπήματα, βομβαρδισμούς, θέλουν να τους φοβούνται. Εγωισμός που εκφράζεται επιθετικά και περιλαμβάνει διάφορες απειλές – έναν επιθετικό λόγο οπισθέλκουσας δύναμης. Με πρόφαση το (υπαρκτό, άλυτο και οξύ) πρόβλημα του Προσφυγικού, αλλά και απέναντι σε κάθε δήλωση – συνήθως λαϊκιστικής αφλογιστίας – κάποιου γείτονα (τούρκου, σκοπιανού, αλβανού κ.λπ.) πολιτικού, κοινοτάρχη, ποδοσφαιρόφιλου, τηλεοπτικού αστέρος, θεωρούν ως χρέος τους ν’ απαντήσουν προσωπικά, κυρίως μέσα απ’ τα social media, να απειλήσουν, να τσαμπουκαλευτούν, να μεγαληγορήσουν και να ενοχοποιήσουν τους υπόλοιπους Ελληνες ως μειοδότες. Ολόκληρη η επιθετική και τσαμπουκάδικη θεώρηση κρύβει τη βαθιά ανασφάλεια.

Κάθε πολιτικός νταής γειτονικής χώρας ετοιμάζεται να καταλάβει τη χώρα μας. Κάθε ανοησία απ’ τις άπειρες που εκστομίζονται στον δημόσιο λόγο (και δημόσιος λόγος είναι και ο αυτό-λογος των δικτύων) σχεδόν αποτελεί την υλοποίηση της εισβολής. «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» λέει ο Σκούρτης. Μασουλούν το αίσθημα καταδίωξης κι αυτοί. Ποιοι; Οι νεοφώτιστοι πατριδοκάπηλοι.

Η διάχυση της ανασφάλειας – νομίζω απ’ το συλλογικό τραύμα της εισβολής και κατοχής του 40% της Κύπρου απ’ την Τουρκία το 1974 – έχει δημιουργήσει φανταστικά όντα που μετασχηματίζονται σε τμήματα της βιωμένης πραγματικότητας. Αυτή η διπλή ζωή φαντασιακής κατασκευής και πραγματικότητας, το ανασφαλές θάρρος, η αναδιπλωτική επιθετικότητα, ο καρκινώδης εγωισμός ενός βαθύτατα συρρικνωμένου εγώ, προσπαθεί να διαχειριστεί το ερώτημα ταυτότητας, κοινωνικής εγγραφής, αναγνωρισιμότητας κ.λπ. Μπορεί να διαμορφωθεί πολιτική με ψυχώσεις;

Οι διαδικτυακοί τσαμπουκάδες τακτοποιούν, πιθανόν, ένα προσωπικό έλλειμμα , εν τούτοις διαμορφώνουν κλίμα. Το 1974, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, η Σάμος είχε γίνει Δουνκέρκη. Ουρές χιλιομέτρων στα λιμάνια, έφευγαν άρον άρον οι επισκέπτες. Στρατιωτικοποιήθηκε πλήρως το νησί με χιλιάδες φαντάρους και επίστρατους. Ο κόσμος έσπευσε λίγους μήνες μετά την εισβολή να ψηφίσει μαζικά Καραμανλή, γιατί μας «έσωσε απ’ τους Τούρκους». Η ιεράρχηση της ταπεινής ειρήνης, έναντι της πολεμικής εμπλοκής, επελέγη κυρίως από τις γενιές που είχαν παραστάσεις πολέμου. Το ’74 οι μέσης ηλικίας πολίτες είχαν ζήσει τη φρικαλέα δεκαετία του ’40, τη δεκαετία του αδιάπτωτου πολέμου και του Εμφυλίου. Οι μεγαλύτεροι, οι γεννηθέντες π.χ. το 1900 ή το 1910, είχαν τη μνήμη και της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Προσφυγικού. Η επιλογή μιας τραυματικής ειρήνης ήταν, έστω μελαγχολικά, ανακουφιστική.

Σήμερα γράφεται ένα πολεμικό έπος των άκαπνων γενεών. Η δική µου βίωσε την ανασφάλεια από την τούρκικη επιθετικότητα (με κορυφαία για μένα στιγμή την εμπλοκή του 1987 επί Ανδρέα Παπανδρέου, που ήμουνα φαντάρος), όχι όμως τον πόλεμο. Πολύ περισσότερο οι νεότεροι που θεώρησαν κάθε ομιλία τούρκου αξιωματούχου ως μειωτική. Εν τούτοις η άκαπνη διαδικτυακή πολεμολατρία (κυρίως στο FB), η προφυλαγμένη και ασφαλής φαντασιακή οπλοχρησία, μπορεί να δείχνει άγνοια κινδύνου, αντικειμενοποιεί όμως μια γενική ματαίωση, μια πολυετή αίσθηση ότι πρέπει να πουν ένα πλανητικό άντε γ…

«Οταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα»

Μετριάζει την αγωνία για τον Εμφύλιο ο σημαντικός στίχος του Μανώλη Αναγνωστάκη.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Νομού Σάμου