ΝΑ το αλλάξουμε σήμερα. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήτανε που είχε πει, «όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει ότι του μοιάζει». Αναφερόμενος στον αυριανισμό. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, το τέρας ζει και βασιλεύει. Εχει μεταλλαχθεί, έχει αλλάξει επίπεδο. Από την αποκαλούμενη τέταρτη εξουσία πέρασε στην πρώτη και στη δεύτερη. Οι πολιτικοί δεν αρκούνται να αναθέτουν τη βρώμικη δουλειά στα δημοσιογραφικά απόβλητα. Την κάνουν κι από μόνοι τους. Και το απολαμβάνουν μάλιστα. Ο περιβόητος, Παύλος Πολάκης θέλει δέκα Κουρήδες στην καθισιά του. Τη θέση του πολιτικού λόγου έχει πάρει η φρασεολογία Δελφιναρίου. Ο Σεφερλής βρίζει για να κάνει το πλήθος να γελάσει, ο υπουργός βρίζει για να πείσει το πλήθος για το ορθόν της πολιτικής του. Ποιο είναι το διάφορο; Κι όταν το έχει τερματίσει με το «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή», όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες.

Σκόνη

ΚΙ αρχίζεις και συνηθίζεις, για να επανέλθουμε στον αείμνηστο Χατζιδάκι. Τελευταία επιτυχία του Πολάκη, η διαδικτυακή επίθεση στον πρόεδρο του ΚΕΕΛΠΝΟ: «Σκάσε όσο είναι καιρός. Πες τι έχεις κλέψει μόνος σου, μαζί με τη γυναίκα σου και τον γαμπρό σου, μπας και γλιτώσεις τα ισόβια. Φέρε τα χρήματα πίσω μόνος σου, μπας και βγεις στα δέκα χρόνια. Αϊντε τσογλάνι, επειδή σου δίνουν βήμα τα βοθροκάναλα που ταΐζατε, νομίζεις πως θα γλιτώσεις. Εσύ και το αφεντικό σου». Και δεν τρέχει κάστανο. Δεν ανοίγει μύτη. «Πολάκης είναι αυτός. Ετσι τα λέει». Το τέρας είναι πλέον μέρος της καθημερινότητάς μας. Το έχουμε συνηθίσει. Δεν προκαλεί την παραμικρή εντύπωση. Στην μπάλα, για τη συνέντευξη που έδωσε ο Βιεϊρίνια στον Ντέμη, η σκόνη δεν έχει κατακαθίσει ακόμα. Οι αεκτζήδες το φέρουνε βαρέως. Δεν το σηκώνουνε. Μία κουβέντα είπε ο αρχηγός του ΠΑΟΚ, «μας κλέψανε το πρωτάθλημα» κι ήτανε casus belli.

Κλέφτης

ΔΕΝ είναι κι ό,τι καλύτερο να σε αποκαλούν κλέφτη. Βαριά κουβέντα. Δεν λήστεψες κάποια τράπεζα. Δεν μπουκάρισες σε κάποιο σπίτι ν’ αρπάξεις τα τιμαλφή. Εστω όμως κι αν πρόκειται για ένα πρωτάθλημα, το «κλέφτης» δεν είναι ανεκτό. Αντιθέτως, το «κλέφτης», το «τσογλάνι», όταν εκφέρεται από τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας (για να μην ξεχνιόμαστε) είναι κάτι το νορμάλ. Τα «αρχιτσάτσε», «τσουλί», «προδότες», «ξεφτίλες», «καραγκιόζηδες», «γαϊδούρια», «φασίστες» δεν ενοχλούν, δεν προσβάλλουν, δεν τρομάζουν. Θεωρούνται πολιτικά επιχειρήματα. Μεγάλωσα τη δεκαετία του ’60. Οι αριστεροί, οι εδαΐτες που μας πλησίαζαν για να μας στρατολογήσουν στους Λαμπράκηδες, ήταν οι καλύτεροι της γειτονιάς. Μορφωμένοι. Ηρεμοι. Γλυκομίλητοι. Μέλι έσταζε το στόμα τους. Με τις εξορίες τους, με τα παράσημά τους, από την Αντίσταση, αξιοσέβαστοι από κάθε πλευρά.

Εξευτελισμός

ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΣ ως πιτσιρικάς να τους ακούς να μιλάνε. Κι ήρθε ύστερα από μισό αιώνα ο πλήρης εξευτελισμός. Οι αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί», να σου προκαλούν αναγούλα και εμετό. Ο Φλαμπουράρης να χαριεντίζεται με τους ολιγάρχες, που κυνηγάει σαν Δον Κιχώτης ο Μπελαβίλας. Ο Κατρούγκαλος, που έσφαξε τα εκατομμύρια των συνταξιούχων στο γόνατο, να περιφέρεται μεταξύ Μακρονήσου και Κούβας. Να τουιτάρει «διδασκόμαστε, συνεχίζουμε μέχρι την τελική νίκη». Να συνεχίσει ο Κατρούγκαλος, σε σχέση με τους Μακρονησιώτες τι; Τότε οι αριστεροί, για μία υπογραφή, στεκόντουσαν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι σημερινοί αριστεροί γίνανε κυβέρνηση μόνο για να υπογράφουν. Μνημόνια και ρουσφέτια. Ο ισχυρισμός του Κατρούγκαλου ότι είναι αριστερός, είναι τόσο πειστικός όσο και της Βάνα Μπάρμπα ότι δεν έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ επειδή δεν υπέκυψε στη σεξουαλική παρενόχληση του Χάρβεϊ Γουάινστιν.