Μπορεί οι σκιές να του ταιριάζουν καλύτερα, όπως σε όλα τα μοχθηρά μυαλά, αλλά ο Στιβ Μπάνον βγαίνει πλέον συχνά από αυτές. Ο αρχιτέκτονας της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ περιοδεύει ανά την Ευρώπη εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία για δημοσιότητα και κάθε αξία της φιλελεύθερης δημοκρατίας που τόσο απεχθάνεται. Προωθεί το Κίνημα, το ίδρυμα που έχει συστήσει στις Βρυξέλλες με στόχο να εκλεγούν στις ευρωεκλογές του Μαΐου όσο το δυνατόν περισσότεροι εθνολαϊκιστές. Και την περασμένη Παρασκευή, του δόθηκε η δυνατότητα να μιλήσει στην Oxford Union, τον ιστορικό ρητορικό όμιλο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Κάποιοι (θέλουν να) πιστεύουν πως ο Μπάνον δεν είναι παρά ένας ξεπεσμένος μεγαλομανής. Στις ΗΠΑ δεν του δίνει πια κανένας σημασία, επιχειρηματολογούν: τον έδιωξαν από τον Λευκό Οίκο, τον έδιωξαν από το Breitbart News και μιλάει σε μισοάδειες αίθουσες. Αλλά και στην Ευρώπη, σήμερα, αρκετά από τα κόμματα που θέλει να βοηθήσει τον απορρίπτουν. «Ο Μπάνον δεν είναι Ευρωπαίος, είναι Αμερικανός» δήλωσε η Μαρίν Λεπέν. «Δεν βρισκόμαστε στην Αμερική» σχολίασε το AfD. Μόνο που η ιδεολογία που κηρύττει ο Αμερικανός, ο «εθνικισμός χωρίς μνήμη» και ο «φανατισμός χωρίς αξίες», που στηλίτευσε για πολλοστή φορά ο Εμανουέλ Μακρόν προχθές στην Μπούντεσταγκ, κερδίζει διαρκώς έδαφος. Σαλβίνι και Ορμπαν δεν κρύβουν τον συνεταιρισμό τους με τον Μπάνον. Και ο τελευταίος κινείται πάντα αποτελεσματικότερα μέσα στις σκιές. Οσοι τον υποτιμούν, υποτιμούν τον κίνδυνο. Αυτός δεν είναι και ο κανόνας στα θρίλερ;

Ο πρόεδρος της Oxford Union Στίβεν Χόβαρτ δεν έκανε το λάθος που είχε κάνει αρχές Σεπτεμβρίου ο Ντέιβιντ Ρόμνικ, να προαναγγείλει, έναν μήνα πριν, τη συμμετοχή του Μπάνον στο ετήσιο φεστιβάλ του περιοδικού «New Yorker». Aνακοίνωσε την εμφάνιση του Αμερικανού στην Οξφόρδη μόλις δύο ημέρες νωρίτερα. Οι διαμαρτυρίες δεν πρόλαβαν λοιπόν να γίνουν η θύελλα που υποχρέωσε τον Ρόμνικ να ανακαλέσει την πρόσκληση στον Μπάνον. Κάπου 1.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν, βέβαια, την Παρασκευή στην Οξφόρδη. H αστυνομία αναγκάστηκε να βάλει μέσα τον Μπάνον από την πίσω πόρτα και να τον βγάλει με μία ώρα καθυστέρηση. Και λένε πως η αίθουσα ήταν μισοάδεια. Αλλά το δηλητήριό του ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ το έχυσε – συγκρίνοντας, ας πούμε, το κίνημα Black Lives Matter με την Κου Κλουξ Κλαν. «Μόνο ακούγοντας τις απόψεις των άλλων μπορούμε να τις καταλάβουμε πλήρως» επέμεινε ο Χόβαρτ.

Πρέπει να δίνει η δημοκρατία βήμα σε όσους την απορρίπτουν; Μπορούμε να συζητούμε επ’ άπειρον. Μπορούμε και να σταθούμε στην εμπειρία του Ντέιβιντ Φραμ, πρώην λογογράφου του Τζορτζ Μπους, νυν αρθρογράφου του περιοδικού «The Atlantic», σφοδρού πολέμιου σε κάθε περίπτωση των απανταχού Τραμπ. Αρχές Νοεμβρίου, συμμετείχε σε μια δημόσια συζήτηση με τον Στιβ Μπάνον στο Τορόντο, στο πλαίσιο των Munk Debates. Τα 2.800 εισιτήρια πουλήθηκαν μέσα σε 15 λεπτά. Ο ίδιος δέχθηκε σφοδρή κριτική. Επέμεινε όμως. Ο Μπάνον υπερασπίστηκε τη θέση ότι «το μέλλον της δυτικής πολιτικής είναι λαϊκιστικό, όχι φιλελεύθερο». Ο Φραμ, την αντίπαλη θέση, ότι οι εθνολαϊκιστές θα ηττηθούν και «η φιλελεύθερη δημοκρατία θα επικρατήσει στον δυτικό κόσμο». Ηθελε να απευθυνθεί και σε εκείνους που αντιστέκονται στον λαϊκισμό και σε εκείνους που τον στηρίζουν και – κυρίως – στους γνήσια αναποφάσιστους. Να τους πείσει πως είναι μια απάτη και ένα ψέμα που εκμεταλλεύεται τον θυμό και τον φόβο για να ανέλθει στην εξουσία, αλλά δεν νοιάζεται ούτε σέβεται αυτούς που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται και δεν πρόκειται να τους προσφέρει τίποτα γιατί δεν έχει σχέδια, ούτε σχέδια να κάνει σχέδια, και οι ηγέτες του είναι σχεδόν πάντα απατεώνες.

Ενενήντα λεπτά διήρκεσε το ντιμπέιτ. Και όσο περισσότερο μιλούσε ο Μπάνον, πίστευε ο Φραμ, τόσο σαφέστερο γινόταν πόσο κενό είναι το λαϊκιστικό πρόγραμμα. Ηταν λοιπόν βέβαιος πως θα νικήσει. Γιατί στα Munk Debates το κοινό ψηφίζει, και στην αρχή και στο τέλος. Για πρώτη φορά, μάλιστα, η ψηφοφορία έγινε ηλεκτρονικά. Ενα 72% στήριξε προκαταβολικά τη δική του θέση. Ενα 57%, ωστόσο, δήλωσε ανοιχτό στο να αλλάξει γνώμη. Και τελικά, το ίδιο ποσοστό, 57%, είπε πως πείστηκε από τη θέση του Μπάνον… Ο Φραμ έχασε τη γη: είχε νομιμοποιήσει αυτό ακριβώς που ήλπιζε να ξεμπροστιάσει. Αντί να προσφέρει ελπίδα, είχε συντελέσει στην απελπισία.

Οι διοργανωτές είχαν κάνει λάθος. Είχαν ανακοινώσει ξανά το αποτέλεσμα της δεύτερης ψηφοφορίας. Τους πήρε όμως ώρα να το αναγνωρίσουν. Και η οριστική τους ανακοίνωση, πως το τελικό αποτέλεσμα ήταν ίδιο με το πρώτο, 72%-28% υπέρ του Φραμ, δεν έπεισε πολλούς. Ούτως ή άλλως, η ψευδής είδηση ταξίδεψε πιο γρήγορα από τη διόρθωση. Και πολλοί από όσους άκουσαν και τις δύο επέλεξαν να πιστέψουν την πρώτη. Χωρίς τις αλλοτινές βεβαιότητές του, λοιπόν, ο Ντέιβιντ Φραμ έμεινε να αναρωτιέται: μπορούμε πράγματι να βγούμε, με όπλο τη λογική, τις λέξεις και τα επιχειρήματα, από τον πολιτικό εφιάλτη στον οποίο μας έχει οδηγήσει η απουσία λογικής;