Συμβαίνει κάθε χρόνο σε διάφορες παραλλαγές. Οι πρώτοι προπηλακισμοί γίνονται στις καταθέσεις στεφάνων στο Πολυτεχνείο, κάποια μικροεπεισόδια σημειώνονται για προθέρμανση τις επόμενες ώρες, για να δοθεί το μεγάλο ραντεβού της βίας αμέσως μετά την πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, επικεφαλής της οποίας είναι παρεμπιπτόντως οι ίδιοι άνθρωποι που υπογράφουν Μνημόνια και διαπραγματεύονται με την τρόικα και τους Αμερικανούς.

Την ημέρα της επετείου τα καταστήματα κλείνουν, οι σταθμοί του μετρό επίσης, ενώ το Πολυτεχνείο καταλαμβάνεται από νωρίς για να ετοιμαστούν τα πολεμοφόδια και να δοκιμαστούν τα σχέδια εφόδου. Οι συγκρούσεις κρατούν για ώρες, οι καταστροφές είναι μεγάλες, το κέντρο πνίγεται στα χημικά, κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές. Κάποιες συλλήψεις γίνονται μάλλον για προσχηματικούς λόγους. Κι όταν οι κουκουλοφόροι εκτονωθούν, πάνε για ύπνο για να είναι σε φόρμα στο επόμενο ραντεβού, τρεις εβδομάδες αργότερα, με αφορμή την επέτειο για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου.

Ετσι όμως δεν τιμάται η μνήμη των νεκρών του Πολυτεχνείου. Ετσι αμαυρώνεται και βεβηλώνεται μια επέτειος που θα έπρεπε να είναι ευκαιρία δημοκρατικής συστράτευσης και όχι διχασμού. Ετσι ενισχύεται ο κυνισμός και απομακρύνονται οι νέοι άνθρωποι από την πολιτική.

Πολλά από τα κυβερνητικά στελέχη που πέφτουν σήμερα θύματα βίας έχουν δικαιολογήσει και νομιμοποιήσει την ίδια βία στο παρελθόν εναντίον των αντιπάλων τους. Τώρα αντιλαμβάνονται ότι η βία δεν μπορεί να χωριστεί σε καλή και κακή, αριστερή και δεξιά. Η βία γεννά απλώς περισσότερη βία. Και δεν έχει καμιά θέση σε μια δημοκρατία.

Πολύ περισσότερο όταν ασκείται στο όνομα κάποιων συνανθρώπων μας που αντέταξαν τα στήθη τους στη χούντα.