Πριν από 37 χρόνια (πώς, δυστυχώς, κυλάει ο χρόνος;) έγραψα τα παραπάνω και τα επαναλαμβάνω διότι τίποτα ακόμη δεν φάνηκε στον ορίζοντα ώστε να τα καταστήσει περιττά:

«Ξέρουμε πως υπήρξε παράδοση στο θέατρό μας. Οταν πριν από δέκα ακριβώς χρόνια (1971) ξεκίνησε αυτή η στήλη τον αγώνα της αυτός ο σκοπός την έτρεφε: να αποκαλυφθεί αυτή η διακοπτόμενη από μύριες όσες φανερές και αφανείς προθέσεις πορεία. Δυστυχώς δεν έχουμε μια συνθετική ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου. Τιμώ και σέβομαι τη γιγάντια προσπάθεια του δασκάλου μου Γιάννη Σιδέρη, ο οποίος συνέλεξε από τις σκόρπιες πηγές πολύτιμες και δυσεύρετες πληροφορίες. Το έργο του είναι απαραίτητη υποδομή για κάθε μελλοντικό μελετητή. Ομως η σύνθεση αργεί ακόμη. Κάποιες πρώτες μονογραφίες του Χατζηπανταζή βρίσκονται στον σωστό δρόμο. Εχουν και επιστημονική επάρκεια και κύρος και ιστορική οξυδέρκεια. Το θέατρό μας όμως περιμένει ακόμη τον Δημαρά του, τον άνθρωπο που θα ανακαλύψει τις υπόγειες στοές, τις πολυδαίδαλες, που οδηγούν στο κανάλι, στην κεντρική αρτηρία που συνδέει το ευρωπαϊκό θέατρο με την καρδιά του ελληνικού. Γιατί το θέατρό μας, θέλουμε – δεν θέλουμε, πηγάζει από την Ευρώπη και μέσα στο θέατρό της ερμηνεύεται. Ο Ευαγγελάτος φέτος ξαναβρήκε έναν ξεχασμένο και συκοφαντημένο σταθμό. Τον «Φιάκα» του Δ.Κ. Μισιτζή… Είναι ένα σπάνιο δείγμα μιας αφομοιωμένης δραματουργίας της ίδιας ποιότητας με τα επιτεύγματα του Βυζάντιου, του Χουρμούζη, του Αγγ. Βλάχου, του Καπετανάκη και φυσικά του Κ. Οικονόμου εξ Οικονόμων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πρότυπά του βρίσκονται στο γαλλικό θέατρο που εξέθρεψε ιδιαίτερα τη βαλκανική θεατρική παραγωγή και τη ρωσική άλλωστε. Πίσω από τον Γκριμπογέντοφ, όπως από τον Βυζάντιο, τον Χουρμούζη και τον Μισιτζή βρίσκεται ολόκληρη η γαλλική σκηνική πείρα.

Εχω στα χέρια μου μια κωμωδία σύγχρονη του «Φιάκα», όπου αποδεικνύεται κατά τρόπο πανηγυρικό η οφειλή του ελληνικού θεάτρου στο πρώτο γαλλικό θέατρο του 15ου αιώνα! Αλλά το θέμα δεν είναι τα πρότυπα· είναι η αφομοίωση, η πολιτοποίηση του ξένου μέσα από τη γλώσσα, το ήθος και το ύφος, την πολιτική συνθήκη και την πολιτική πραγματικότητα της ελληνικής συγκυρίας.

Ο «Φιάκας» είναι ένα έξοχο κάτοπτρο χαρακτήρων και ηθών της Κωνσταντινούπολης του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και πάνω απ’ όλα θαυμάσιο θέατρο, με γνώση των κανόνων του είδους, με γερούς ρόλους, άνετη ανάπτυξη και σοφή οικονομία. Και, αλίμονο, δεν μας είναι μακρινό, όταν σκέφτομαι πως από τον «Χάση» του Γουζέλη και τον «Γερασιμάκη» του «Βασιλικού» ώς τον «Τυχοδιώκτη» και τον «Υπάλληλο» και τον «Χαρτοπαίχτη» του Χουρμούζη, τον «Κούτρα» του Καρύδη ώς τον «Φιάκα» και από κει ώς τον Στέλιο του Καμπανέλλη, τους ήρωες στο «Τάβλι» του Κεχαΐδη ώς τον «Φώντα» του Ευθυμιάδη και τον «Νάσο» του Θωμόπουλου η ελληνική δραματουργία αναλύει ένα είδος μικροαπατεώνα, θύματος και ρομαντικού. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τόλμησαν μερικοί να αρνηθούν τη συνέχεια και την ειλικρίνεια των ελλήνων συγγραφέων».

Από τότε (1981) το έργο παίχτηκε κι άλλες φορές, κυρίως από περιφερειακά θέατρα ή ομάδες που αναζητούν έργα για να ασκηθούν στο σκηνικό ήθος και τη γλώσσα άλλων εποχών. Μέγα μάθημα, εξάλλου.

Εκείνο που κάνει το έργο αυτό συνεχώς επίκαιρο είναι, όπως είπα, ο κεντρικός του ήρωας, το πασίγνωστο πλέον λαμόγιο, που παραλλαγές του όχι μόνο βλέπουμε ακόμη σήμερα να κυκλοφορούν, αλλά και να κυβερνούν σ’ όλα τα επίπεδα της οργανωμένης κοινωνίας (σωματεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, τράπεζες, εμπόριο, δημόσια και δημοτική διοίκηση, συχνά Δικαιοσύνη και υπουργικοί θώκοι. Και μη προς κακοφανισμόν: Εκκλησία!).

Θα μπορούσε κανείς χωρίς υπερβολή να ισχυριστεί πως κυρίαρχοι κοινωνικοί παράγοντες στον τόπο μας είναι οι μεταμορφώσεις, οι παραλλαγές δύο τύπων που με ιδιοφυΐα μάς προίκισε το θέατρο: ο Χάσης και ο Φιάκας. Τους βλέπουμε να αναδιπλώνονται και να οργανώνουν κάθε φορά τα σχέδιά τους στα έργα σημαντικών ελλήνων συγγραφέων, όπως ο Ψαθάς, ο Ρούσσος, ο Σακελλάριος, ο Γιαλαμάς, ο Πρετεντέρης, ο Τσιφόρος, για να τους παραλάβουν όπως είναι ο Καμπανέλλης και οι νεότεροι (π.χ. ο Διαλεγμένος, ο Μουρσελάς, ο Σκούρτης, ο Μανιώτης, ο Αρμένης, ο Χασάπογλου, ο Χρυσούλης κ.ά.).

Ο χαρακτηριστικός αυτός «χαρακτήρας» που κυριαρχεί στην ηθογραφία, την κωμωδία, τη σάτιρα, αλλά και στο αστικό δράμα έρχεται από τη μεγάλη ελληνική αρχαία (κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή) παράδοση. Π.χ. ο Αριστοφάνης συχνά, ιδιαίτερα στις «παρελάσεις» στο δεύτερο μέρος των κωμωδιών του σατιρίζει τέτοια λαμόγια που είτε διαμαρτύρονται γιατί έχασαν τα «προνόμιά» τους είτε προσπαθούν να ενοφθαλμιστούν σε νέες καταστάσεις, μαέστροι προσαρμογής.

Ο Ψαθάς δημιούργησε τον τύπο του προικοθήρα, ο οποίος έχει ειδικευτεί στο «στρίβειν διά του αρραβώνος» αντλώντας υλικό από τον υπαρκτό συνέλληνα «Παναγή από τα Μέγαρα»!

Ιδού λοιπόν γιατί ο τόσο ξεχασμένος Πολίτης Φιάκας μετά την επανανακάλυψή του έγινε αμέσως αναγνωρίσιμη φιγούρα της νεοελληνικής ζωής. Αλλά ο Μισιτζής δεν αρκέστηκε στο εύρημα του κεντρικού του ήρωα. Αυτοί οι τύποι βρίσκουν και κάνουν. Βρίσκουν και αφελείς, αλλά και καβαλημένα καλάμια, ιδίως φιλόδοξες δεσποινίδες και στερημένες κυρίες που εντυπωσιάζονται από τα καμώματα και συχνά την «ευγένεια» του καταφερτζή. Ο Ξενόπουλος, αναφερόμενος στον σκηνικό πρόγονο του Φιάκα με τελείως άλλα χαρακτηριστικά, έγραφε πως είναι μια αντιπροσωπευτική περσόνα της Ζακύνθου και όλης της Ελλάδας! Τώρα με τον Φιάκα τα σύνορα ευρύνονται και έως την Κωνσταντινούπολη.

Ειπώθηκε ήδη πως μορφολογικά το έργο του Μισιτζή έρχεται από τα πατρόν του γαλλικού θεάτρου και θα έλεγα του κωμικού μπουλβάρ.

Τα πρόσωπα του έργου πλην του Φιάκα, του απατεωνίσκου, είναι ο υπηρέτης του (όπως στην παράδοση του Μολιέρου, του Φεϊντό, του Γκόγκολ, του Γκολντόνι και των προγόνων τους Μένανδρου, Πλαύτου, Σαίξπηρ), πειναλέος, ευρηματικός, καπάτσος, η φιλόδοξη νεαρά που ονειρεύεται κοινωνική καταξίωση μέσω του γάμου, μια μεσολαβούσα θεία, και ένας απαραίτητος δανειστής αφελής που εξελίσσεται σε ταύρο σε υαλοπωλείο.

Στο θέατρο Φούρνος, μια ζεστή θεατρική γωνιά που πάντα κυνηγά την ευπρέπεια και τη θεατρική ουσία, ο πράγματι γνώστης σεβαστικός της θεατρικής ιστορίας Βασίλης Νικολαΐδης με τίμια μέσα, χωρίς υπερβολές, παρεμβολές και παράσιτα καθοδήγησε τους νέους ηθοποιούς του με σιγουριά σε μια ερμηνεία όπου έγινε σεβαστός ο ιδιωματικός λόγος του 1870, το ύφος και το ήθος της εποχής και η σαφήνεια των σχέσεων. Ο Μετζικώφ σχεδίασε έξοχα κοστούμια και δημιούργησε σκηνικό χώρο βολικό για τη δράση. Την κίνηση ρύθμισε η Εφη Καρακώστα και φώτισε διακριτικά ο Α. Τσατσάκος.

Ο Γιάννης Τσούτσιας (Φιάκας) έχει γκελ και ήθος εποχής αξιόλογο.

Ο Βαρβαργιάννης (υπηρέτης) μετρημένος και ευέλικτος, η Δανάη Μιχοπούλου (Ευανθία) χαριτωμένη στην αφέλειά της και αφελής στις απαιτήσεις της και σπαραξικάρδια στις ματαιώσεις της.

Η Ευγενία Μαραγκού (θεία Φρόσω) ωραία φιγούρα και καλά διαγραμμένος δανειστής ο Δημ. Πάσσος. Μια ευχάριστη και ιστορικά σύγχρονη ως μήνυμα παράσταση.