Σκηνοθέτης που άφησε ισχυρό αποτύπωμα στο μεταπολιτευτικό θέατρο, καθηγητής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και «δάσκαλος» για διαφορετικές γενιές ηθοποιών – από τον Μηνά Χατζησάββα και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ώς τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη -, ο Γιώργος Μιχαηλίδης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών. Σύμφωνα με πληροφορίες, μέχρι την περασμένη Κυριακή νοσηλευόταν με λοίμωξη του αναπνευστικού σε αθηναϊκό νοσοκομείο.

Η παρουσία του στο ελληνικό θέατρο ξεκίνησε το 1965 με τη δημιουργία του Θεάτρου της Νέας Ιωνίας (η συνοικία της Αθήνας όπου γεννήθηκε), του πρώτου λαϊκού περιφερειακού στην Ελλάδα. Το θέατρο λειτούργησε μόλις δύο χρόνια, αλλά εκεί ο Μιχαηλίδης πρόλαβε να δώσει ένα δείγμα γραφής μέσα στην ταραχώδη περίοδο πολιτικών εκτροπών. Εκεί, λοιπόν, ανέβασε την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, την «Τελετή» του Παύλου Μάτεσι κ.ά.

Αλλά ήταν η δημιουργία του Ανοιχτού Θεάτρου το 1972, εν μέσω δικτατορίας, που επέβαλε το ύφος και την προσωπική του άποψη για το νεοελληνικό ρεπερτόριο, τον Μπρεχτ, τον Σαίξπηρ, τον Μπέργκμαν, το αρχαίο δράμα και τον Αριστοφάνη. Παράλληλα εκδίδει το περιοδικό «Ανοιχτό Θέατρο», μηνιαία επιθεώρηση πολιτικού θεάτρου, ενώ συμμετέχει στον στενό πυρήνα του εκδοτικού οίκου «Κάλβος» του Γιώργου Χατζόπουλου. Το 1975 διακόπτεται η λειτουργία του Ανοιχτού Θεάτρου και για τα επόμενα εννιά χρόνια συνεργάζεται με τις δύο κρατικές σκηνές. Στο Εθνικό Θέατρο ανεβάζει Ιονέσκο («Αμεδαίος»), Τσέχοφ («Βυσσινόκηπος», στη μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου), Ευριπίδη («Ηλέκτρα»), Σίλερ («Μαρία Στιούαρτ»), Σοφοκλή («Οιδίπους Τύραννος»), Πλαύτο («Στοιχειωμένο σπίτι»). Στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανέβασε τα έργα: «Εχθροί» του Γκόρκι, «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου, «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα, «Ικέτιδες» του Αισχύλου.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. Το 1984 αρχίζει η λειτουργία του δεύτερου Ανοιχτού Θεάτρου, στη συμβολή Γκύζη και Κάλβου, το οποίο θα αποδειχθεί θεατρική κυψέλη ώς το οριστικό κλείσιμό του λόγω χρεών το 2006. Θα συνδεθεί μάλιστα με μια φουρνιά νέων ηθοποιών, όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Χρύσα Σπηλιώτη και ο Μηνάς Χατζησάββας, που συνήθιζε στις συνεντεύξεις του να αποκαλεί τον Μιχαηλίδη «θεατρικό του πατέρα». Σκηνοθέτης και ηθοποιός θα συνεργαστούν για 14 χρόνια δίνοντας σημαντικές στιγμές, όπως το «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ (1986) με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Η τελευταία θα εντυπωσιάσει σε μια άλλη σημαντική στιγμή του σκηνοθέτη, τη «Λούλου» του Βέντεκιντ (1988-89), όπου μέρος της τελικής επιτυχίας πιστώνεται στους Γιάννη Μετζικώφ και Διονύση Φωτόπουλο για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ανάμεσα σε ένα ευρύ και – αναπόφευκτα – άνισο ρεπερτόριο, κάτι που αποτυπώθηκε στις κριτικές της εποχής, ο Μιχαηλίδης θα επιμείνει γενικότερα στην αίσθηση της «εικαστικότητας» με πειραματισμούς που συμβάλλουν στην όψη κάθε παράστασης. Στη δεκαετία του 1990 η συνεργασία του με τον Θανάση Βέγγο στην Επίδαυρο («Ειρήνη» το 1995 και «Αχαρνής» το 1998) θα στεφθεί από επιτυχία, αλλά θα διχάσει και πάλι την κριτική. «Σχεδόν ο ίδιος μου πρότεινε την αλλοίωση της εικόνας του. Κατάλαβε αμέσως τι θέλω και ήταν πρόθυμος να το κάνει» έλεγε το 1998 στη Μυρτώ Λοβέρδου ο Μιχαηλίδης για τον Δικαιόπολη – Βέγγο. Η αρχή εκείνης της δεκαετίας, πάντως, θα σημαδευτεί από τη συμμετοχή των μαθητών του από τη Δραματική του Εθνικού στο «Γαλάζιο πουλί» του Μέτερλινγκ (1991-92). Ανάμεσά τους ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, η Σμαράγδα Καρύδη, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, η Δέσποινα Κούρτη.