Η επιλογή από το Υπουργικό Συμβούλιο ως προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας τής μέχρι πρότινος αντιπροέδρου του, κυρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, μίας νομικού εγνωσμένου κύρους με υψηλό ήθος, ευθυκρισία και αφοσίωση στην ορθή και ανεξάρτητη απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και η προαγωγή σε αντιπροέδρους του ίδιου δικαστηρίου δύο επίσης εξαίρετων νομικών με ήθος και εντιμότητα αποτελούν μία λαμπρή στιγμή στις σχέσεις της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία. Η λαμπρή αυτή στιγμή εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς αντιπαραβάλλεται με σειρά «σκοτεινών» στιγμών που χαρακτηρίζουν τη σχέση της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τη Δικαιοσύνη.

Οπως είναι χαρακτηριστικό για όλα τα λαϊκιστικά κόμματα, οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, εξαρχής, επέδειξαν μία ιδιαίτερη ζέση στην προσπάθεια καθυπόταξης της Δικαιοσύνης και υπαγωγής της στα πολιτικά τους σχέδια. Τα περιστατικά που το αποδεικνύουν είναι πολλά και γνωστά. Η μεταμεσονύκτια επιλογή της κυρίας Θάνου, νυν συμβούλου του Πρωθυπουργού, ως προέδρου του Αρείου Πάγου, η οποία μετέπειτα επελέγη, σχεδόν αναγκαστικά, ως υπηρεσιακή πρωθυπουργός, αφού η θέση προέδρου των άλλων δύο ανωτάτων δικαστηρίων είχε, όχι τυχαία, μείνει ορφανή, η συντονισμένη και αήθης κατασυκοφάντηση, μέσω του κυβερνητικού Τύπου, αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέσο πίεσης στη δίκη για την αντισυνταγματικότητα του νόμου Παπά για τις τηλεοπτικές άδειες, και οι επανειλημμένες λεκτικές επιθέσεις από κυβερνητικούς αξιωματούχους κατά λειτουργών της Δικαιοσύνης και των αποφάσεών τους, με τρόπο που υπερβαίνει τα όρια της καλοδεχούμενης κριτικής, είναι ελάχιστες από τις «σκοτεινές» αυτές στιγμές.

Με τον πιο εύγλωττο τρόπο την εχθρική στάση της εκτελεστικής απέναντι στη δικαστική εξουσία συνοψίζουν δύο δηλώσεις: Πρώτον, η διακήρυξη του Πρωθυπουργού, με την οποία παρείχε ανενδοίαστα κάλυψη στον υπουργό του, κ. Πολάκη. «Εμείς οι αστοιχείωτοι καταφέρνουμε και ξεπερνάμε πολλές φορές, ακόμα και θεσμικά εμπόδια, αυτών που έχουν ιδιαίτερη στοιχείωση· και να μας στήνουν τέτοια εμπόδια, θα τα ξεπερνάμε», είπε ο κ. Τσίπρας, απαντώντας στην αυτονόητη προτροπή της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων προς δημόσια πρόσωπα που ασκούν κριτική σε δικαστικές αποφάσεις «να έχουν υποτυπώδη, έστω, γνώση των εξελίξεων στον νομικό πολιτισμό, διότι η αστοιχείωτη κριτική προσφέρει κακή υπηρεσία στον τόπο και τους πολίτες». Η δεύτερη αποκαλυπτική δήλωση είναι εκείνη του σημερινού υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Καλογήρου, που μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του έσπευσε να δηλώσει ότι «Δικαιοσύνη και πολιτική εξουσία πρέπει να βρίσκονται στην ίδια πλευρά της μάχης έναντι στους εχθρούς του δημοσίου συμφέροντος».

Οι δηλώσεις αυτές εντάσσονται, με τρόπο ιδεοτυπικό, στο πλαίσιο ενός πολιτικού και συνταγματικού λαϊκισμού και αποτυπώνουν την προσπάθεια κατάληψης όχι μόνον της κυβέρνησης, αλλά και της εξουσίας, όπως οι ίδιοι οι κυβερνώντες διακηρύσσουν, και συγκέντρωσης της πραγματικής εξουσίας στα χέρια του Πρωθυπουργού, ως επικεφαλής της εκτελεστικής λειτουργίας. Η οποία επιδιώκει, είτε να καθυποτάξει τη δικαστική, είτε να ξεπεράσει τα «εμπόδια» που αυτή βάζει σε τυχόν κυβερνητική αυθαιρεσία. Αρνηση, δηλαδή, της πιο θεμελιώδους αρχής του συνταγματισμού, της διάκρισης των λειτουργιών, και της συνεπαγόμενης ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, που αποτελεί θεσμική εγγύηση και αντίβαρο και όχι εμπόδιο στην προσπάθεια υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος με σεβασμό πάντως και των ατομικών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα δε η δήλωση του Πρωθυπουργού εκφράζει και απάρνηση της «στοιχείωσης», όχι μόνον ως εξειδικευμένης γνώσης και των δικαστών ως ειδικών, αλλά και των θεσμών εν γένει, ως απαύγασμα του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Και όλα αυτά, στο όνομα ενός θολού «εμείς», του αστοιχείωτου όχλου, τον οποίο αδιαμεσολάβητα επιχειρεί να εκπροσωπήσει, διά της θυμικής ταύτισης, ο αστοιχείωτος Πρωθυπουργός.

Η Λίνα Παπαδοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ