Ανατριχιάζει κανείς σύγκορμος, ενώ ταυτόχρονα νιώθει απεράντως να παρηγοριέται και ένα ασυγκράτητο δάκρυ να αναβλύζει μέσα του, στη σκέψη ότι ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο σαραντατετράχρονος υποπλοίαρχος που «έφυγε» την περασμένη εβδομάδα και είχε διασώσει με την ομάδα του 5.000 τουλάχιστον πρόσφυγες, στο στενό ανάμεσα στη Λέσβο και στις τουρκικές ακτές, δεν είναι ο μόνος στον κόσμο που θα έχει κατορθώσει κάτι παρόμοιο. Εστω και αν σχετικά περιστατικά καθώς και τους ανθρώπους που τα έχουν υλοποιήσει δεν θα πληροφορηθούμε ποτέ την ύπαρξή τους, έστω και αν κανείς τους δεν θα ξεστόμισε τα λόγια του Κυριάκου Παπαδόπουλου «αυτούς που χάθηκαν θυμόμαστε. Οι απώλειες μένουν στη μνήμη μας ως εφιάλτες. Γλιτώνουν από τον πόλεμο και χάνουν τη ζωή τους μπροστά μας».

Δεν είναι ωστόσο όλα αυτά τα εξόχως συγκινητικά που οφείλουν να μας απασχολούν, έστω και αν η συνεχής επαναφορά τους μέσα μας ή στις συζητήσεις μας με τους άλλους, αισθάνεται κανείς πως σε κάτι μπορεί να αλλάξουν την αμετακίνητη καθώς φαίνεται απάνθρωπη «τάξη» του κόσμου μας. Αλλά μια διερώτηση που ανακύπτει αυθόρμητα μέσα στον καθένα μας, πώς γίνεται ένα τόσο ανόμοιο «μπουκέτο» ανθρώπων να συνυπάρχουν στην ίδια ιστορική στιγμή και η ύπαρξη του ενός να μοιάζει για τον άλλον σαν κάτι μακρινό και αμφισβητούμενο, ή μάλλον επινοημένο και ανυπόστατο; Πώς γίνεται ο Κυριάκος Παπαδόπουλος να συνυπάρχει με τον άνθρωπο που κερδοσκοπεί σε σχέση με τις ζωές των προσφύγων, πώς γίνεται ο μητροπολίτης που σε παλαιότερα χρόνια, επί δραχμής, είχε πει το ανεπανάληπτο για το 1.800.000.000 πως «τα φύλαγε για τα γεράματά του» να μην έχει εμποδίσει την έλευση του πατέρα Αντωνίου της Κιβωτού του Κόσμου;

Βέβαια μοιάζει αφελές να αναρωτιέται κανείς για διαφορές ανάμεσα σε ανθρώπους, όταν η Ιστορία έχει ανεχθεί και έχει καταπιεί απείρως εξοντοτικότερες για το γένος των ανθρώπων καταστρεπτικές συμπεριφορές, ωστόσο μαζί με την αφέλεια δεν παύει να παραμένει ζωντανή σε όλους – ή έστω σε πάρα πολλούς – μια προαιώνια παιδική απορία: Πώς γίνεται το ίδιο ακριβώς «υλικό» που τον έναν τον ευαισθητοποιεί σε βαθμό που να υπονομεύει έως θανάτου την ύπαρξή του, τον άλλο τον μεταβάλλει σε τόσο κτήνος όσο ενδεχομένως δεν θα το υποψιαζόταν ούτε ο ίδιος αν δεν «ευνοούσαν» οι περιστάσεις;

Πώς γίνεται να μην αντιλαμβάνεται κανείς, όταν όχι μόνον η Ιστορία αλλά η ίδια η καθημερινότητα βρίθει από ανθρώπους που βρέθηκαν από «την άλλη μεριά του φράχτη» ώστε ό,τι απεργάζονταν εις βάρος των άλλων, να περιλάβει τους ίδιους μέσα με τον πιο εξοντωτικό μάλιστα τρόπο, να μην αντιλαμβάνεται δηλαδή πως σε κάτι που έχει νομοτελειακό χαρακτήρα κανείς δεν έχει αποτελέσει εξαίρεση ώς σήμερα.