Η Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018 είναι η επέτειος δέκα χρόνων από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την πυροδότηση της πρώτης μεγάλης κρίσης τον νέο αιώνα. Κατά τραγική ειρωνεία της Ιστορίας η επέτειος σχεδόν συνέπεσε με την ολοκλήρωση του χρηματοδοτικού σκέλους του 3ου ελληνικού Μνημονίου. Ενας λόγος παραπάνω να αναλογιστούμε πού βρισκόμαστε δέκα χρόνια μετά, αφού για την Ελλάδα οι συνέπειες της κρίσης είναι ζοφερές. Η χώρα έχασε πάνω από 25% του ΑΕΠ και η ανεργία εκτοξεύτηκε σε πρωτόγνωρο επίπεδο, ειδικά στους νέους, όπου μισό εκατομμύριο πήρε τον δρόμο της μετανάστευσης, για να αναφέρουμε τις πιο δραματικές συνέπειες. Τα τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (Μνημόνια) που εφαρμόσθηκαν, στο μεσοδιάστημα, από τέσσερις (συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης Παπαδήμου) διαφορετικές κυβερνήσεις, απέτυχαν να δώσουν πειστική απάντηση στην κρίση. Ετσι, το 2018 η κρίση συνεχίζεται και η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας και σκληρής εποπτείας. Η κυβέρνηση υποδέχθηκε την επέτειο με μια προσπάθεια αναθεώρησης της πολιτικής της φυσιογνωμίας. Ετσι, όταν τα προγραμματιζόμενα πανηγύρια έγιναν στάχτη και αποκαΐδια, προχώρησε σε έναν ανασχηματισμό που το μόνο ενδιαφέρον που περιείχε ήταν η υπουργοποίηση πρώην στελεχών της ΝΔ, ακροδεξιάς απόχρωσης μάλιστα (Παπακώστα) και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (Ξενογιαννακοπούλου). Ακολούθησαν δύο εμφανίσεις του Αλέξη Τσίπρα. Η πρώτη στη ΔΕΘ, όπου διαβεβαίωσε ότι είναι ένας αξιόπιστος διαχειριστής του προγράμματος μνημονιακής εποπτείας, αφού οι όποιες διεκδικήσεις αναβολής ή αναθεώρησης ψηφισμένων μέτρων (π.χ. για τις συντάξεις) θα γίνει με τη συμφωνία των θεσμών. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η εμφάνισή του στο Στρασβούργο πριν από μερικές μέρες, κάτι που παρατήρησε και ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Η όποια αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με τους εκ δεξιών πολιτικούς του αντιπάλους περιορίζεται πλέον σε μια άγονη συζήτηση γύρω από το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Ιουνίου του 2015. Είναι μια ανόητη αντιπαράθεση κατά τη γνώμη μου, που προσπαθεί να συντηρήσει την τεχνητή αντιπαλότητα πολιτικών δυνάμεων που συμφωνούν επί της ουσίας με το πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας (μέχρι το 2060) που συμφωνήθηκε στις 23 Ιουλίου 2018.

Η βασική συνέπεια της πολιτικής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης γενικότερα λοιπόν δεν έχει να κάνει με την ουσία της εφαρμοζόμενης πολιτικής, αλλά με το ίδιο το πολιτικό σκηνικό. Η δεξιά στροφή του βασικού κυβερνητικού πυλώνα σημαίνει τη συνολική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού δεξιότερα και περιορισμό της πολιτικής ατζέντας στην ένταση της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Στο εξής θα συζητάμε πόσο και πότε θα κοπούν οι συντάξεις και όχι εάν θα κοπούν οι συντάξεις. Το κόψιμο θα είναι δεδομένο.

Από τη σκοπιά της Αριστεράς, αυτή είναι ίσως η πιο καταστροφική συνέπεια της παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αφού δικαιώνει τη θέση του βασικού πολιτικού της αντιπάλου, του νεοφιλελευθερισμού και μάλιστα στο πλαίσιο μιας συστημικής κρίσης που πυροδοτήθηκε εν μέσω νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οπως η Θάτσερ είχε υπερηφανευτεί κάποτε ότι η μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής της ήταν ο Μπλερ, έτσι και η Μέρκελ θα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι η μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής της είναι ο Τσίπρας. Ο ελληνικός λαός βέβαια δεν συμμερίζεται την ικανοποίηση.