Ο Κάρλο Φραμπέτι, γεννημένος το 1945, είναι από εκείνους τους τύπους που κάθε παιδί θα ήθελε να έχει δάσκαλο στο σχολείο του – και όταν (και για όσο) τον έχει, νιώθει ευλογημένο. Από εκείνους που, όχι μόνο πιστεύουν ότι η επιστήμη είναι μια ευφρόσυνη υπόθεση, αλλά έχουν και το χάρισμα να την μεταδίδουν με ευχάριστο τρόπο. Αντιγράφουμε μεταξύ άλλων από το βιογραφικό του: «Ιταλός, αλλά ζει στην Ισπανία και γράφει στα ισπανικά. Συγγραφέας και μαθηματικός, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης, δημιουργεί κείμενα «εκλαϊκευμένης επιστήμης» και παιδικής λογοτεχνίας».

Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια ο Φραμπέτι μοιραζόταν μαζί με άλλους επιστήμονες στην εφημερίδα «Publico» τη στήλη με τον προβοκατόρικο τίτλο «Η επιστήμη είναι η μόνη είδηση», βασισμένον στις επίμαχες απόψεις του αμερικανού συγγραφέα Στιούαρτ Μπραντ: «Οταν ξεφυλλίζεις μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό, τα θέματα ανθρώπινου ενδιαφέροντος είναι τα ίδια συνηθισμένα κουτσομπολιά· οι σελίδες για την πολιτική και την οικονομία, τα ίδια δράματα που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά· η μόδα, η αξιολύπητη ψευδαίσθηση ενός νεωτερισμού… Η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει κατά τρόπο ουσιαστικό, ενώ η επιστήμη και βέβαια αλλάζει, και οι καινοτομίες συσσωρεύονται η μία μετά την άλλη, μεταβάλλοντας τον κόσμο κατά τρόπο μη αναστρέψιμο». Αυτή η πεποίθηση σε τοποθετεί εκ προοιμίου αντιμέτωπο με την πεποίθηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπολιτών σου, αν όχι απέναντι στην ίδια τη σκληρή πραγματικότητα, αφού – όπως διαπιστώνει ο Φραμπέτι – «αρκεί να ανοίξεις οποιαδήποτε εφημερίδα ή να παρακολουθήσεις οποιαδήποτε ενημερωτική εκπομπή στην τηλεόραση για να αντιληφθείς ότι οι επιστημονικές ειδήσεις, αν υπάρχουν, καταλαμβάνουν ελάχιστο χώρο». Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από ένα παράπονο;

Στο βιβλίο του «…Ή το αβγό την κότα; – Χαζές ερωτήσεις και απρόσμενες απαντήσεις» (εκδόσεις Opera, 2018) ο Κάρλο Φραμπέτι περιπλανιέται σε ετερόκλητα επιστημονικά πεδία – φυσική, χημεία, κβαντική μηχανική, μαθηματικά, νευροεπιστήμη, βιολογία, ρομποτική, ψυχολογία, φιλοσοφία – κι επιχειρεί να δώσει απόκριση σε απορίες που, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσαν να βρουν γόνιμο έδαφος μονάχα στην αχαλίνωτη φαντασία ενός σκανταλιάρικου παιδιού: «Τι κοινό έχουν ένας ανεμιστήρας κι ένα πουλόβερ;», «Γιατί είναι τρία τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας;», «Μπορεί μια μηχανή να σκεφτεί;», «Πώς μπορείς ν’ αναγνωρίσεις ένα λογικό ον;», «Γιατί είμαστε δίποδα;», «Υπάρχουν συμπτώσεις;», «Υπάρχουν πράγματα ανέφικτα;», «Υπάρχουν βαρετοί αριθμοί;», «Τι κοινό έχουν τα βαμπίρ και τα κουνέλια;» κ.ο.κ.

Οι απαντήσεις του Φραμπέτι μάς οδηγούν σε συνειρμούς και μας ανοίγουν «πόρτες» σε δωμάτια νοημοσύνης, την ύπαρξη των οποίων ίσως και ν’ αγνοούσαμε παντελώς προηγουμένως, αλλά μας φέρνουν και αντίκρυ στο πρωταρχικό μελαγχολικό ερώτημα: Γιατί τα παιδιά δεν κάνουν πια ερωτήσεις; «Σε κάθε περίπτωση», γράφει ο Φραμπέτι, «χάνεται σιγά σιγά η υγιής συνήθεια της υποβολής ερωτήσεων, την οποία οι Ελληνες, με πρωτοπόρο τον Σωκράτη, είχαν μετατρέψει σε τέχνη. Ακόμη και τα παιδιά, περίεργα εξ ορισμού, ρωτάνε όλο και λιγότερο σε σχέση με πριν. Καθώς τα οπτικοακουστικά μέσα μάς βομβαρδίζουν διαρκώς με αποσπασματικά δεδομένα, δεν μπορούμε καν να αφομοιώσουμε όλα όσα μας λένε χωρίς εμείς να τα έχουμε ρωτήσει, και επομένως δεν μας απομένει ούτε χρόνος ούτε διάθεση να ρωτήσουμε τίποτα. Επιπλέον, με τόση διαθέσιμη πληροφόρηση, οι ερωτήσεις μοιάζουν πια να ταιριάζουν σε χαζούς».

Αξίζει να σταθούμε εδώ, διότι έχω την αίσθηση ότι ο Φραμπέτι ακουμπάει επί τον τύπον των ήλων. Πριν από λίγο καιρό ρώτησα τον γιο μου (σε δύο μήνες κλείνει τα είκοσι πέντε του χρόνια) πώς θα φανταζόταν έναν κόσμο όπου θα υποχρεωνόταν να λύνει τις απορίες του χωρίς τη δυνατότητα να προσφεύγει στην Google. Μπορεί το ερώτημα ν’ ακούγεται γεροντίστικο – και μάλλον είναι – αλλά όσοι έχουν περάσει πια τα πενήντα, καθώς και οι μεγαλύτεροι, θυμούνται καθαρά έναν κόσμο όπου οι απαντήσεις απαιτούσαν μόχθο και δεν προσφέρονταν στο πιάτο με ένα απλό γκουγκλάρισμα. Ο γιος μου αποκρίθηκε ότι ένας κόσμος χωρίς τη μασημένη τροφή της Google θα ήταν ένας κόσμος πληροφορικού λιμού και μαζικής κατάθλιψης. Αυτή η δυστοπική πρόβλεψη μας οδηγεί κατευθείαν στον πυρήνα της σκέψης του Φραμπέτι: ο παλιομοδίτικος «μόχθος» για ν’ αποκτήσουμε τη γνώση δεν συνεπαγόταν μονάχα διανοητική και σωματική εξουθένωση· παράλληλα και ταυτόχρονα γύμναζε το πνεύμα μας – με τη σωκρατική μαιευτική, κατά τον Φραμπέτι – στη διαδικασία όπου οι νέες απαντήσεις προκαλούσαν νέες ερωτήσεις που προκαλούσαν νέες απαντήσεις… Οπου τίποτε δεν υπήρχε κάπου και τίποτε δεν ήταν δεδομένο. Οπου τα πάντα ήταν διαρκώς υπό αίρεση από άτομα με κρίση. Ενας κόσμος όπου τα παιδιά δεν ντρέπονταν ή δεν ένιωθαν τόσο παραπλανητικά αυτάρκη ώστε να μην κάνουν ερωτήσεις. Από την πρώτη ύλη αυτών των παιδιών είναι φτιαγμένη και η ίδια η Google.

Καθώς έγραφα αυτές τις γραμμές, έσκασε και η «είδηση» με τον διαδικτυακό θάνατο του Κώστα Γαβρά. Δεν θα ασχοληθώ ιδιαίτερα με τον ιταλό καραγκιοζάκο που κατασκευάζει fake προφίλ και ανακοινώνει fake θανάτους επωνύμων ώστε ν’ αποδείξει πόσο ευάλωτα στην παραπληροφόρηση είναι τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων και τα social media· τηρουμένων των αναλογιών, θα ήταν αύριο ο ισχυρισμός ενός serial Killer πως έπραξε ό,τι έπραξε για ν’ αποδείξει την ανικανότητα και την ανεπάρκεια της αστυνομίας. Θα ασχοληθώ όμως με τους δέκτες που λαμβάνουν το σήμα από τον νοσηρό του πομπό: με τις κόρες μας και τους γιους μας. Μια γενιά ήδη εθισμένη να πληροφορείται τα πάντα από το Διαδίκτυο, ανίκανη να ξεσκαρτάρει την αληθινή πληροφορία από την κατασκευασμένη, εκτός κι εάν – όποτε και όταν – κάποιος άλλος την ξεσκαρτάρει για λογαριασμό της. Το πιο εφιαλτικό; Μια γενιά ήδη έτοιμη να δέχεται, να μασάει και να αφοδεύει τις αληθινές και τις ψεύτικες ειδήσεις δίχως την παραμικρή συναισθηματική διακύμανση, με την ίδια παγερή αδιαφορία. Χο χο χο. Ο Γαβράς πέθανε. Χο χο χο. Ο Γαβράς δεν πέθανε… Το ενδεχόμενο ο Κώστας Γαβράς, εκτός από ένας διάσημος σκηνοθέτης, εκτός από μια πασίγνωστη περσόνα, εκτός από ένα δόλωμα για τις βραδινές ειδήσεις, να είναι κι ένα ανθρώπινο ον με άλλα ανθρώπινα όντα που τον αγαπούν και θα υποφέρουν (χο χο χο, άκου θα υποφέρουν) μαθαίνοντας τον «θάνατό» του, δεν φαίνεται να ταράζει τον ύπνο ούτε του ιταλού καραγκιοζάκου ούτε όσων καταναλώνουν τα «γεγονότα» του. Το πολύ πολύ να ταράζει τον ύπνο κάτι γέρων γκρινιάρηδων σαν τον Κάρλο Φραμπέτι. Ελα, μωρέ, τώρα. Ετσι κι αλλιώς αυτοί οι γέροι έχουν πρόβλημα με τον ύπνο τους. Χο χο χο. Τσεκαρισμένο. Γκούγκλαρέ το.