Πριν από λίγους μήνες, ένα ανοιξιάτικο δειλινό, ένας τριαντάρης φίλος μου δέχθηκε – εκεί που ρέμβαζε στον λόφο του Στρέφη – ληστρική επίθεση. Σε αντίθεση με το αδικοχαμένο παιδί στου Φιλοπάππου, επέδειξε σωτήριο ρεαλισμό. Παρέδωσε αυθωρεί ό,τι είχε στις τσέπες του, χρήματα, κινητό, μέχρι και τα κλειδιά της μηχανής. Και γλίτωσε από του Χάρου – πιθανότατα – τα δόντια. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι στο τμήμα όπου έσπευσε, κατέγραψαν το περιστατικό, τον προέτρεψαν να υποβάλει μήνυση κατά αγνώστων και ύστερα, με πατρικό ύφος, τον συμβούλευσαν να αποφεύγει τις ερημιές μετά τη δύση του ηλίου. Ερημιά του Στρέφη! Ενα ύψωμα στο κέντρο της Αθήνας.

Πριν από λίγους μήνες, ένα ανοιξιάτικο βράδυ, μια γνωστή για την ακτιβιστική της δράση, πρωτοπόρα φυσιογνωμία του ελληνικού κινήματος ΛΟΑΤ, είχε την έμπνευση να πάει μια βόλτα στην Πλατεία Εξαρχείων. Πριν καν αντιληφθεί τι της συνέβαινε, δίχως να δώσει ίχνος αφορμής, κάτι φάτσες που δεν είχε ξαναντικρίσει της επετέθησαν και την τσάκισαν στο ξύλο. Την έστειλαν στο νοσοκομείο. «Σε πήραμε για κάποιον γνωστό μας, έγινε παρεξήγηση…» της εξήγησαν ενώ η γυναίκα αιμορραγούσε πεσμένη στο οδόστρωμα. «Μας μπέρδεψε το κοντοκουρεμένο σου μαλλί…». Η Αστυνομία, επιλαμβανομένη του συμβάντος, της έκανε – στοιχηματίζω – την ίδια σύσταση. Να μην πολυσυχνάζει στα Εξάρχεια. Τι τα θέλει στην ηλικία της;

Εξάρχεια, Στρέφη, Φιλοπάππου, Πεδίον του Αρεως… Οι μαύρες τρύπες καταμεσής της πρωτεύουσας πληθαίνουν χρόνο με τον χρόνο. Κι ακόμα περισσότερο οι περιοχές σχετικής επικινδυνότητας. Δεν είναι, για παράδειγμα, καθόλου φρόνιμο να σουλατσάρεις νύχτα κάτω από την Ομόνοια. Εκτός κι αν πας γυρεύοντας τη δόση σου ή αποζητάς την επί χρήμασι παρέα εφήβων αγοριών, τοξικομανών γυναικών, οι οποίες εκδίδονται φόρα-παρτίδα στα στενάκια με τα τρανταχτά αρχαία ονόματα, οδός Σωκράτους, Ζήνωνος, Ικτίνου…

Η Αθήνα δεν πρωτοτυπεί. Κάθε μεγάλη πόλη έχει τα άβατά της. Στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης δεν έμπαινε επί δεκαετίες ένστολος, ούτε καν ταχυδρόμος. Σε αρκετά προάστια του Παρισιού οι ταξιδιωτικοί οδηγοί υπογραμμίζουν ότι δεν έχεις κανένα λόγο να βρεθείς. Πόσω δε μάλλον όταν η χώρα διέρχεται χρόνια οικονομική και κοινωνική κρίση είτε δέχεται κύματα μεταναστών, η πλειονότητα των οποίων δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη. Οποιοι ρομαντικά νοσταλγούν μιαν Αθήνα που οι κάτοικοί της κοιμόντουσαν με ανοιχτά τα παράθυρα δεν έχουν πάρει μάλλον χαμπάρι τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που έχουν συμβεί στην ευρύτερη περιοχή μας.

Οπως δεν έχουν τίποτα αντιληφθεί εκείνοι που εμμονικά αποκρούουν την ένταση της αστυνόμευσης, την επιβολή αυστηρότερων – αυστηρότατων – μέτρων δημόσιας τάξης. Καθηλωμένοι σε μια καφενειακή αντίληψη περασμένων καιρών, αυταπατώνται ότι έτσι υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την πολυπολιτισμικότητα, το δικαίωμα στο διαφορετικό. Δεν βλέπουν τη δυστοπία που προβάλλει καθαρά πλέον για την πόλη μας.

Η ανομία, η γενικευμένη ανασφάλεια, η ανάγκη να κλειδαμπαρώνεσαι, η καχυποψία απέναντι σε όποιον δείχνει ξένος δεν θα αφορά ποτέ το Κολωνάκι, τα ακριβά βόρεια και νότια προάστια. Οι κάτοικοι εκεί θα βρίσκουν τρόπο να προστατεύονται, βασιζόμενοι ολοένα και λιγότερο στην κρατική μέριμνα.

Οι πληθυσμοί των φτωχών και των μικροαστικών περιοχών είναι που θα αισθάνονται κάθε μέρα και πιο ευάλωτοι. Μπορεί στην Κυψέλη να μην αντιλαλούν όπως στο Ζεφύρι συνθηματικά τα Καλάσνικοφ όποτε παραλαμβάνονται καινούργιες ποσότητες ναρκωτικών, ρωτήστε όμως έναν εβδομηντάρη με τι φόβο Θεού κατηφορίζει – μισοφωτισμένος από τις λάμπες του δρόμου – προς την Πατησίων. Αναρωτηθείτε έπειτα γιατί ο εν λόγω κινδυνεύει να ολισθήσει προς ανατριχιαστικές, ρατσιστικές αντιλήψεις.

Ο κίνδυνος για την Ελλάδα – ιδίως δε για την Αθήνα – κατά τη μεταμνημονιακή εποχή είναι να κοπεί οριστικά στα δύο. Από τη μία οι κατέχοντες. Κι από την άλλη εκείνοι που όπως όπως θα τη βγάζουν, ευελπιστώντας κάθε Χριστούγεννα σε κάποιο κυβερνητικό επίδομα, συμβιβασμένοι με την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας, υγείας και ασφάλειας, τρέμοντας διαρκώς τα χειρότερα.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη υποκρισία από το να δηλώνεις προοδευτικός και να εθελοτυφλείς μπροστά σε αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη.

Επισκέφθηκα το 2010 μια πρωτεύουσα της Μέσης Ανατολής. Η ντόπια φίλη μου, ιδιαιτέρως εύπορη, με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι της. «Στην είσοδο της γειτονιάς μας υπάρχει ένα φυλάκιο» μου είπε. «Εχω ήδη δώσει το όνομά σου. Θα δείξεις διαβατήριο και θα περάσεις». «Σας φυλάει τόσο η αστυνομία;» απόρησα. «Οχι βέβαια. Εμείς, οι κάτοικοι, πληρώνουμε ιδιωτικά σεκιούριτι». «Μα είναι αυτή συμπεριφορά πολιτών;» την προκάλεσα. Κάγχασε απ’ το τηλέφωνο με την αθωότητά μου. «Πρώτα είμαστε ιδιοκτήτες και ύστερα πολίτες!» με ενημέρωσε. «Σε λίγα χρόνια, θα καταλάβεις στην πατρίδα σου τι εννοώ».