Στη σύγχρονη «δυτικού τύπου» Δημοκρατία, το πολιτικό σύστημα δηλαδή που ισχύει και στη χώρα μας, η πρωτοβουλία και η ρύθμιση των ζητημάτων της κοινωνικής οργάνωσης και ζωής ανήκουν στην ταυτιζόμενη με την κυβερνητική, κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία με τη νομοθέτηση, δηλαδή τη θέσπιση νόμων και την τροποποίηση των υπαρχόντων, καθορίζει τους κανόνες αυτούς. Τα δικαστήρια και εν γένει τα δικαιοδοτικά όργανα της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, όταν καλούνται, εφαρμόζουν τους νόμους, δηλαδή τις ρυθμίσεις, που καθορίζονται με τη νομοθέτηση. Τα παραπάνω παραδεδεγμένα επαναδιατυπώνονται, γιατί είναι αναγκαίο, ώστε να φωτιστούν θέματα σχετικά με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, η οποία δεν καθορίζει τους κανόνες, δεν νομοθετεί, αλλά διαμορφώνει την πραγματικότητα αναλόγως με τις ρυθμίσεις της νομοθετικής εξουσίας.

Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, όπου εκρατείτο κατηγορούμενος, καταδικασμένος σε πρώτο βαθμό, για γνωστή υπόθεση εταιρείας εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας, αναπτύχθηκε έντονος κοινωνικός διάλογος για το κατά πόσο αυτό είναι κοινωνικά ανεκτό και στη βούληση ποιου ανήκε η σχετική απόφαση. Μάλιστα από διάφορες πλευρές επιχειρήθηκε να μπει στο κάδρο η Δικαιοσύνη και τα επιληφθέντα δικαστικά όργανα.

Ο νόμος που κλήθηκαν να εφαρμόσουν οι συγκεκριμένοι δικαστές μορφοποιήθηκε στη σημερινή του μορφή το έτος 2015, με έναρξη ισχύος την 24/12/2015 (άρθρο 23 ν. 4356/2015). Μάλιστα κατά τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή ο τότε πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, είχε εκφράσει έντονες επιφυλάξεις για την «ιατρικοποίηση» της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

Με την τροποποίηση τότε του νόμου καθορίστηκε ότι το Δικαστικό Συμβούλιο είχε υποχρέωση να εξετάσει δύο προϋποθέσεις, την έκτιση του 1/5 της ποινής που επιβλήθηκε, και τη διαπίστωση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό υπερβαίνει το 67%. Το πρώτο είναι θέμα πιστοποιητικού κράτησης, τον υπολογισμό όμως δικαιούνται και υποχρεούνται να επανελέγξουν οι δικαστές. Το δεύτερο όμως πιστοποιείται μόνο από κρατικό όργανο, το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), και μόνο όταν δεν υπάρχει τέτοια πιστοποίηση ο εισαγγελέας που πρέπει να εισαγάγει την υπόθεση στο Δικαστικό Συμβούλιο διορίζει ειδικό πραγματογνώμονα, προκειμένου να συντάξει έκθεση για το ποσοστό αναπηρίας. Αν όμως υπάρχει η πιστοποίηση του ΚΕΠΑ, τότε το Δικαστικό Συμβούλιο υποχρεούται να απολύσει υπό όρο τον κρατούμενο, οριστικά, αν η αναπηρία κρίνεται μόνιμη, ή προσωρινά, αν κρίνεται πρόσκαιρη, και μέχρι την ημερομηνία που αναφέρει η πιστοποίηση ΚΕΠΑ. Μάλιστα ο επανέλεγχος διατάσσεται ανάλογα με τον χρόνο που αναφέρει το ΚΕΠΑ, και δεν έχει τη δυνατότητα το Συμβούλιο να ορίσει συντομότερη επανεξέταση. Ο τρόπος της υπό όρο αποφυλάκισης επομένως καθορίζεται πολύ στενά από τον νόμο, χωρίς περιθώρια έκδοσης διαφορετικής απόφασης από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Και αυτό ήταν νομοθετική (πολιτική) επιλογή της κυβέρνησης. Επιλογή που οδήγησε σε πολλές ποφυλακίσεις, και επωνύμων.

Αποτελεί επομένως άξιο απορίας το γεγονός της ανακοίνωσης του υπουργού για μελέτη του φακέλου και με σκοπό την άσκηση ποιας αρμοδιότητας. Του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών, ώστε να φανεί ότι μπορεί αυθαίρετα να αποφυλάκισαν τον κατάδικο; Με αυτή την οπτική είναι απολύτως επιβεβλημένη η έκδοση της ανακοίνωσης της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Γιατί ο μόνος τρόπος θωράκισης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι να μην είναι φοβισμένος ο δικαστής κατά την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων.

Ο Ευστάθιος Βεργώνης είναι αντεισαγγελέας Εφετών, Β’ αντιπρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων