Η κυβέρνηση προχωρά σε νομοθετική ρύθμιση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα υπαρκτό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά μέσω των δικαστηρίων ή αποσπασματικών τραπεζικών παρεμβάσεων. Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η πρωτοβουλία στοχεύει στη στήριξη χιλιάδων δανειοληπτών που επλήγησαν από τη μεταβολή της ισοτιμίας.
Το πρόβλημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο
Τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν κυρίως την περίοδο 2005-2009, όταν τα επιτόκια του ελβετικού φράγκου ήταν σημαντικά χαμηλότερα από εκείνα του ευρώ. Τότε, δεν υπήρχε πρόβλεψη για τη μετέπειτα ανατίμηση του ελβετικού νομίσματος.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέτρεψε τα δεδομένα, οδηγώντας σε μεγάλη ανατίμηση του φράγκου έναντι του ευρώ. Η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα επέβαλε προσωρινά ανώτατο όριο ισοτιμίας (1:1,20), το οποίο όμως ήρθη αιφνιδιαστικά, προκαλώντας νέα επιδείνωση. Σήμερα η ισοτιμία κυμαίνεται γύρω στο 0,94.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί δανειολήπτες διαπίστωσαν ότι, παρά τις πολυετείς πληρωμές τους, οφείλουν περισσότερα σε ευρώ απ’ όσα αρχικά δανείστηκαν, λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου που δεν μπορούσαν να προβλέψουν.
Δύο επιλογές για τους δανειολήπτες
Η κυβέρνηση δεν επιβάλλει ενιαία λύση αλλά προσφέρει επιλογές. Όσοι θεωρούν ότι η ισοτιμία μπορεί να κινηθεί ευνοϊκά στο μέλλον μπορούν να διατηρήσουν το δάνειό τους σε ελβετικό φράγκο, επωφελούμενοι από τα χαμηλά επιτόκια αλλά αναλαμβάνοντας τον σχετικό κίνδυνο.
Για τους υπόλοιπους προβλέπονται δύο δεσμευτικές επιλογές, τις οποίες οι τράπεζες υποχρεούνται να αποδεχθούν:
Πρώτη επιλογή: Μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών, για όσους δεν είναι ενήμεροι. Η λύση που παράγεται από τον αλγόριθμο του μηχανισμού δεσμεύει τους πιστωτές και αποτελεί ειδική πρόβλεψη για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Δεύτερη επιλογή: Άμεση μετατροπή του δανείου σε ευρώ για ενήμερους ή ρυθμισμένους οφειλέτες, με βελτιωμένη ισοτιμία και σταθερό επιτόκιο 2,30%-2,90%. Η ελάφρυνση του κεφαλαίου κυμαίνεται από 15% έως 50%, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, ενώ παρέχεται δυνατότητα παράτασης αποπληρωμής έως 5 έτη.
Σταθερότητα και κοινωνική δικαιοσύνη
Η ρύθμιση εξασφαλίζει σταθερότητα και διαφάνεια. Όλα τα δάνεια μπορούν να μετατραπούν σε ευρώ με προνομιακή ισοτιμία και χαμηλό σταθερό επιτόκιο. Έτσι μειώνεται το κεφάλαιο, εξαλείφεται ο συναλλαγματικός κίνδυνος και ο οφειλέτης γνωρίζει με σαφήνεια το τελικό ποσό και τη διάρκεια αποπληρωμής.
Χωρίς δημοσιονομικό κόστος
Το κόστος της ρύθμισης καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τις τράπεζες, χωρίς επιβάρυνση για το Δημόσιο. Η παρέμβαση θεωρείται δημοσιονομικά ασφαλής, καθώς δεν επηρεάζει τις τιτλοποιήσεις του προγράμματος «Ηρακλής» ούτε δημιουργεί κίνδυνο κατάπτωσης κρατικών εγγυήσεων.
Νομική διάσταση και κοινωνική ανάγκη
Η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα των συμβάσεων, η οποία έχει επιβεβαιωθεί από τον Άρειο Πάγο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ωστόσο, αναγνωρίζει πως ένα ζήτημα μπορεί να είναι νομικά λυμένο αλλά κοινωνικά ανοιχτό, γι’ αυτό και προχωρά στη νομοθετική παρέμβαση.
Πώς λειτουργεί ο μηχανισμός
Η ρύθμιση βασίζεται σε διπλό μηχανισμό: μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού για μη εξυπηρετούμενες οφειλές ή με ειδικούς όρους βάσει εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων για ενήμερους δανειολήπτες. Στη δεύτερη περίπτωση, οι οφειλές μετατρέπονται σε ευρώ με βελτιωμένη ισοτιμία και σταθερό επιτόκιο, προσφέροντας άμεση μείωση κεφαλαίου.
Η βελτίωση της ισοτιμίας διαμορφώνεται σε τέσσερις κατηγορίες, από +15% έως +50%, με επιτόκια 2,3%-2,9%. Παράλληλα, δίνεται δυνατότητα επιμήκυνσης της διάρκειας έως πέντε έτη, ώστε να μειωθεί η μηνιαία δόση.
Εμπειρία άλλων χωρών
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες επιχειρήθηκαν παρόμοιες ρυθμίσεις, με διαφορετικά αποτελέσματα. Στη Σλοβενία και την Πολωνία οι νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν ολοκληρώθηκαν, ενώ στην Ουγγαρία και την Κροατία υιοθετήθηκαν μέτρα μετά από αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων. Στη Ρουμανία, αντίθετα, ο νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός, ενώ στη Γαλλία δεν υπήρξε κρατική παρέμβαση, παρά μόνο εθελοντική πρωτοβουλία από τράπεζα.
Η ελληνική ρύθμιση διαφοροποιείται, καθώς επιδιώκει μια ισορροπημένη προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τόσο τα κοινωνικά κριτήρια όσο και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.







