Η πρώτη εντύπωση προκαλεί, αναμφίβολα, εντύπωση: Βολοντίμιρ Ζελένσκι και Εμανουέλ Μακρόν υπέγραψαν, κατά την επίσκεψη του πρώτου στο Παρίσι, «σύμφωνο προθέσεων» για την αγορά από την Ουκρανία 100 γαλλικών μαχητικών Rafale – παρόμοιων, σε γενικές γραμμές, με αυτά που έχει ήδη παραλάβει η Ελλάδα.

Παράλληλα, οι δύο πρόεδροι έκαναν λόγο και για τον εφοδιασμό των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και με μια σειρά άλλα οπλικά συστήματα τα οποία παράγει η Γαλλία. Κυρίως δε αντιαεροπορικών συστοιχιών, τις οποίες έχει τεράστια ανάγκη το Κίεβο, προκειμένου να περιορίσει τα κύματα των επιθέσεων που δέχεται καθημερινά από τη Ρωσία, με πυραύλους και drones.

Δεν χωράει αμφιβολία μάλιστα ότι, στην περίπτωση που οι παραπάνω συμφωνίες πάρουν σάρκα και οστά, ο Ζελένσκι θα λάβει μια πολύτιμη βοήθεια, την οποία έχει αδήριτη ανάγκη, με βάση την εικόνα που έρχεται από τα πεδία των μαχών. Ειδικά εάν συνδυαστεί και με την υλοποίηση μιας άλλης συμφωνίας την οποία πρόσφατα υπέγραψε με τη Σουηδία, για την αγορά 100-150 μαχητικών Gripen, τα οποία αρκετοί θεωρούν εφάμιλλα των Rafale.

Δήλωση προθέσεων, όχι συμβόλαιο

Ωστόσο, η μετάβαση από τα λόγια στην πράξη δεν είναι κάτι τόσο απλό, καθώς προκύπτουν μια σειρά ερωτήματα. Όπως, για παράδειγμα, τα εξής: Ποιοι θα πληρώσουν για όλα αυτά; Πότε – στην περίπτωση που βρεθούν εκείνοι που θα βάλουν το χέρι στην τσέπη – θα είναι ετοιμοπαράδοτα; Θα εξακολουθούν τότε να είναι χρήσιμα στους Ουκρανούς ή ο πόλεμος θα έχει τελειώσει;

Ας ξεκαθαρίσουμε, προκαταβολικά, το εξής: «Όπως συμβαίνει με όλες τις επιστολές προθέσεων, αυτή που υπογράφηκε ανάμεσα σε Μακρόν και Ζελένσκι δεν αποτελεί επίσημο συμβόλαιο, απλώς την επισημοποίηση των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η le Monde στο σχετικό της ρεπορτάζ.

«Η διακήρυξη προθέσεων σκοπίμως έχει ορίζοντα δεκαετίας, με τα σχέδια για αγορά να κλιμακώνονται με την πάροδο του χρόνου», παραδέχθηκε και το Μέγαρο των Ηλυσίων στην ανακοίνωσή του.

Τούτου δοθέντος, ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, η απάντηση στα οποία είναι πιο εύκολη και καθαρή: Με βάση την εμπειρία της Ελλάδας και άλλων χωρών, μπορούμε να συμπεράνουμε πως, στην καλύτερη περίπτωση, θα μεσολαβήσουν 2 με 3 χρόνια από τη στιγμή που θα οριστικοποιηθεί η παραγγελία μέχρι την έναρξη των παραδόσεων.

Πρόκειται για κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του – ειδικά εφόσον πιστέψουμε τον Μακρόν, ο οποίος εξέφρασε την ελπίδα ότι ο πόλεμος θα έχει λάβει τέλος πριν τις επόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, την άνοιξη του 2027 – ότι το Κίεβο θα εντάξει στη δύναμη πυρός του τα νέα μαχητικά όταν θα είναι πλέον πολύ αργά για να επηρεάσουν την εξέλιξη του πολέμου…

Ποιοι και πώς θα πληρώσουν;

Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στην πρώτη ερώτηση, που έχει να κάνει με το ποιος ή ποιοι θα πληρώσουν τον λογαριασμό. Η αρχική απάντηση φαντάζει επίσης αυτονόητη: Μα φυσικά οι «27» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια και οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Ντόναλντ Τραμπ έχουν ξεκαθαρίσει πως ναι μεν θα συνεχίσουν να δίνουν όπλα και πυρομαχικά στην Ουκρανία, αλλά δεν προτίθενται να βάλουν από την τσέπη τους ούτε ένα σεντ γι’ αυτά.

Κάπου εδώ, όμως, ανακύπτει ένα ακόμη πρόβλημα, το οποίο αναδείχθηκε και κατά τη σύνοδο κορυφής του Οκτωβρίου: Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των «27» δεν έχουν καταλήξει ακόμη στον τρόπο με τον οποίο θα πληρώσουν. Και μάλιστα, όχι μόνο για τα Rafale, τα Gripen και τα άλλα όπλα που ζητά η Ουκρανία, αλλά συνολικά για να καλύψουν τις ανάγκες της την επόμενη διετία – σε ενέργεια, υποδομές, μισθούς υπαλλήλων και στρατιωτών και πολλά ακόμη – που υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν σε περίπου 140 δισ. ευρώ.

Σε αυτό το φόντο, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασε χθες στους εταίρους τρεις «δεξαμενές» από τις οποίες θα μπορούσε να αντληθεί το παραπάνω – ουκ ευκαταφρόνητο – ποσό. Είτε εναλλακτικά είτε συνδυαστικά, όπως αναφέρουν τα σχετικά ρεπορτάζ, ερμηνεύοντας την επιστολή η οποία εστάλη ήδη στις πρωτεύουσες.

Οι 3 προτάσεις της Κομισιόν

Η πρώτη βασίζεται στην αξιοποίηση των ρωσικών κρατικών κεφαλαίων που έχουν «παγώσει» στην Ευρώπη μετά την εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Το δε σχέδιο που έχει τεθεί προς συζήτηση θέλει το

μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων να δοθεί ως άτοκο δάνειο προς το Κίεβο, η αποπληρωμή του οποίου θα συνδεθεί με τις πολεμικές αποζημιώσεις μετά το τέλος των εχθροπραξιών, με την ΕΕ σε ρόλο «εγγυήτριας».

Ωστόσο, αν και οι περισσότεροι μοιάζουν να συναινούν στο συγκεκριμένο σενάριο, οι ενστάσεις που έχουν προβληθεί είναι σοβαρές και έχουν ως συνέπεια, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να μην έχει δοθεί το πράσινο φως. Η βασικότερη, την οποία πρόβαλε επιμόνως το Βέλγιο κατά την προηγούμενη σύνοδο – στην επικράτειά του βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών κεφαλαίων – έχει να κάνει με το μήνυμα που θα σταλεί στις αγορές και τους επενδυτές.

«Καθώς αυτή η εκδοχή θα είναι καινοτόμα, τόσο από χρηματοοικονομικής όσο και από νομικής άποψης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν αλυσιδωτές συνέπειες και στις χρηματιστηριακές αγορές», προειδοποιεί η ίδια η Κομισιόν.

Με άλλα λόγια: Στην περίπτωση που δεν διασφαλιστεί ότι η αξιοποίηση των ρωσικών κεφαλαίων θα γίνει νομότυπα και υπάρξει έστω και μία πιθανότητα να αντιμετωπιστεί ως «δήμευση», τότε είναι προφανές ότι μελλοντικά θα είναι πολύ λιγότεροι – κράτη και ιδιώτες – εκείνοι που θα επιλέξουν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στην Ευρώπη. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, βεβαίως, σε επίπεδο αξιοπιστίας της Ένωσης.

Κοινό χρέος; Όχι ευχαριστούμε!

Οι άλλες δύο «δεξαμενές» που ρίχνει στο τραπέζι η Κομισιόν είναι οι εξής: Αφενός, η απευθείας «δωρεά» προς τις Βρυξέλλες από τα κράτη-μέλη, με βάση τις ισχύουσες ποσοστώσεις στον προϋπολογισμό, ενός ποσού που αθροιστικά θα φτάνει στα 45 δισ. ευρώ ετησίως. Αφετέρου, η έκδοση ενός κοινού ομολογιακού δανείου – ενός ευρωομολόγου, πολύ απλά – που θα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Κιέβου.

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει κανείς ότι αμφότερες έχουν ελάχιστες ελπίδες να περάσουν. Κι αυτό διότι ο «σκληρός πυρήνας» των εταίρων (με πρώτη και καλύτερη τη Γερμανία) δεν θέλει καν να ακούσει ούτε για κοινό δανεισμό, ούτε και για επιπλέον εισφορές στην ΕΕ, έστω κι αν είναι για «καλό σκοπό», όπως έχει παρουσιαστεί η στήριξη της Ουκρανίας.

Με βάση όλα τα παραπάνω, θεωρείται αμφίβολη η κατάληξη των διαπραγματεύσεων ενόψει της τελευταίας συνόδου του έτους, περίπου σε ένα μήνα από σήμερα. Παράλληλα, παραμένει βέβαιο ότι το κόστος του πολέμου θα μετακυλιστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις πλάτες των Ευρωπαίων

φορολογουμένων – το οποίο, με τη σειρά του, θα προστεθεί στο συνολικό κόστος της νέας κούρσας εξοπλισμών που έχει ξεκινήσει.

«Πουλάμε ειρήνη για να αγοράσουμε πόλεμο», όπως χαρακτηριστικά έγραψε το Politico, επιλέγοντας μια φράση που έχει διπλή ανάγνωση…

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά