Μου είπατε ότι ήρθατε αργά στην Αθήνα. Τι εννοείτε;
Η Αθήνα είναι «κάστρο», έχει «τείχη», δεν συνδέεται με την άλλη Ελλάδα και καθόλου με τη Θεσσαλονίκη. Ετσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Ακουγα ότι πρέπει να κατέβω, αλλά δεν καταλάβαινα ότι για να κάνω θέατρο – που είναι η χαρά μου, που με ευχαριστεί και με απελευθερώνει – πρέπει να έρθω στην Αθήνα. Πίστευα ότι το να κάνω θέατρο δεν απαιτεί τη μετοίκησή μου στην Αθήνα – ότι εκεί θα αποζημιωθώ, θα κριθώ, θα πάρω κάτι. Δεν με ενδιέφεραν αυτά, οπότε έμενα στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι το 1985 πιεζόμουν γενικά στη ζωή μου, επειδή έκανα πάρα πολλές δουλειές για να ζω. Ημουν ωρομίσθια καθηγήτρια στα ΤΕΙ και το βράδυ έκανα θέατρο. Από τις επτά το πρωί μέχρι τις 12 το βράδυ. Τότε χρειάστηκε να πάρω μια απόφαση. Δέχθηκα μια πρόταση από την Αθήνα, με μια σύνθεση ηθοποιών πολύ δυνατών (Νένα Μεντή, Ναταλία Τσαλίκη, Γιάννης Μπέζος, Χρήστος Στέργιογλου κ.ά.). Ηρθα με μια βαλίτσα μόνο για την παράσταση «Σατιρικό καμπαρέ» – στην οποία έγραφα και έπαιζα. Κατέβηκε έπειτα από δύο μήνες, αλλά αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν όλοι τους ικανοί, ταλαντούχοι και σπουδαίοι.
Δεν σας πτόησε;
Φυσικά και απογοητεύτηκα, αλλά δεν ήθελα να επιστρέψω πίσω ηττημένη. Ισως να επέστρεφα αν ήταν επιτυχημένη η παράσταση. Θα είχα άλλον αέρα. Ομως, έπειτα από αυτή την όχι πετυχημένη παράσταση, όπως είπα, χτύπησαν τα τηλέφωνα από παραγωγούς. Ηταν σωτήρια αποτυχία. Ημουν απαραίτητη και είχα αρχίσει να συνηθίζω να με ψάχνουν. Ημουν περιζήτητη επειδή ήμουν άξια. Ελεγαν ότι ήμουν ταλαντούχα και δούλευα πολύ: έραβα, σκούπιζα, οδηγούσα. Ημουν διάβολος αλλά χαρούμενη, που δεν έκανε το κακό. Ηθελα να εκφράζομαι μέσα από όλες τις τέχνες. Νομίζω ότι γεννήθηκα γι’ αυτό και τώρα μπορώ να το πω με σιγουριά. Με αγάπησα και υποστηρίζω πλέον τη φύση μου. Γι’ αυτό για το οποίο γεννήθηκα.
Αντιληφθήκατε νωρίς ότι γεννηθήκατε για αυτόν τον δρόμο;
Συνέβη όταν έγινε επιτακτική ανάγκη να επιστρέψω, να μην πουλάω. Δεν ήθελα να είμαι πια προϊόν. Τελευταία φορά που έκανα τηλεόραση ήταν το 1996, στη «Χώρα των φευγάτων», που απέτυχε στον ΑΝΤ1. Επειτα, έκανα τέσσερα γκεστ, από τα οποία με ξέρει ο κόσμος. Δεν χρειαζόταν παραπάνω – τόσο όσο. Τώρα πια ξέρω ότι δεν μπορώ να βγω από το σπίτι μου αν δεν συμβαίνει κάτι που να με ελκύει, αν δεν με φωνάζει η χαρά. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου η μαμά μου ήταν αυταρχική, αλλά μεγάλη καλλιτέχνις. Εφτιαχνε πολλά ωραία χειροποίητα πράγματα. Γνώριζε ότι ήμουν πολύ ευαίσθητη και ότι στο οικονομικό κομμάτι δεν θα τα πήγαινα καλά. Κάτι που βεβαίως της δημιουργούσε άγχος. Με εκπαίδευσε για να βγω στη ζωή σαν να υπήρχε πάντα πόλεμος.
Ο πατέρας σας;
Ηταν πρόσφυγας, ήρθε πέντε ετών στην Ελλάδα χωρίς τον πατέρα του, γιατί τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Ημασταν πάρα πολύ φτωχοί μέχρι να ανοίξει το μαγαζί με τα παλιά σίδερα, από το οποίο ζήσαμε λίγο καλύτερα γιατί μπήκαν χρήματα στο σπίτι. Είχαμε μάθει ότι όλοι έπρεπε να δουλεύουμε για να πάει καλά το μαγαζί. Ξέραμε ότι από αυτό εξαρτώνταν η επιβίωσή μας, οι σπουδές μας. Ο πατέρας μου, μας προετοίμαζε ρωτώντας τους φίλους του ποια βιβλία πρέπει να διαβάζουμε και τα αγόραζε από τα παλιατζίδικα και μας τα έφερνε. Τότε συνειδητοποίησα ότι αν δεν μορφωθώ, δεν μπορώ να προχωρήσω. Βίωσα την προσφυγιά και από την πλευρά της μητέρας μου, αφού η γιαγιά μου είχε έρθει από την Ανατολική Ρωμυλία και ζούσε στις λεγόμενες παράγκες της Θεσσαλονίκης. Η προσφυγιά είναι το μεγάλο τραύμα της οικογένειάς μου και το δικό μου.
Συγκινηθήκατε…
Σκέφτομαι ότι περισσότερο λυπάμαι που οι γονείς μου έζησαν έτσι, παρά που δεν τους έχω. Δεν μπορούσα τότε να βοηθήσω ουσιαστικά για να ζήσουν καλύτερα. Δεν τα κατάφερνα με τα χρήματα. Με πειράζει που έζησαν τόσο άσχημα οι γονείς μου. Θυμάμαι ότι τότε στη Θεσσαλονίκη έλεγαν στα παιδιά «φάε το φαΐ σου γιατί θα σε δώσουμε να σε φάει ο πρόσφυγας». Σήμερα συζητάμε για το πόσο άσχημα συμπεριφερόμαστε στους πρόσφυγες, αλλά ξεχνάμε πώς συμπεριφερθήκαμε εμείς στους δικούς μας πρόσφυγες.
Ζήσατε σε ένα περιβάλλον που σας θύμιζε καθημερινά ότι πρέπει να φύγετε από αυτό.
Και με τη βοήθεια των γονιών μου κατάλαβα ότι η γνώση ήταν η μοναδική διέξοδος για να δραπετεύσω από αυτό. Οχι για να ζήσω κάποιο μεγάλο όνειρο, αλλά για να ζήσω κάνοντας την τέχνη μου μια καλύτερη ζωή.
Ποιο είναι το πιο βαθύ πράγμα που σας συνδέει με την τέχνη σας; Με τη βαθύτερη ανάγκη σας;
Να εκφραστώ και να επικοινωνήσω. Να μην έχω μάσκες, να μη χρειάζεται να σκέφτομαι για να μιλήσω. Θέλω να είμαι σαφής, ακριβής, χωρίς να με απασχολεί το μετά. Για παράδειγμα, τώρα που μιλάμε, θέλω να με κατανοήσετε. Δεν έχω φίλους γιατί μιλάω έτσι.
Μπορεί να περάσει η ζωή χωρίς φίλους;
Είχα στο Πανεπιστήμιο φίλες, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν τις χρειάζομαι, δεν ήταν χρήσιμες στη ζωή μου. Ισως και να πληγώθηκα δεν ξέρω. Προσπαθώντας να γίνω καλύτερη, να εξελιχθώ, μετατοπίστηκα και αναγκαστικά απομακρύνθηκα. Είχα ανάγκη να φτιάξω τον εαυτό μου καλύτερο, να αποκτήσω γνώσεις, να μορφωθώ, να κάνω έργα, να προχωρήσω. Ηθελα να ξεφύγω. Οταν με ρωτούσαν μικρή «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» απαντούσα «ανεξάρτητη». Ηθελα να ανέλθω κοινωνικά μέσα από την τέχνη. Επρεπε να ανέβω πολλά σκαλοπάτια, γιατί ήμασταν προλετάριοι. Πώς θα ανταγωνιζόμουν τους άλλους; Είμαι παιδί του Φιλιππίδη, του πρόσφυγα. Ποτέ δεν είπα «ηθοποιός, σκηνοθέτης, ζωγράφος» και ας άκουγα απ’ όλους πόσο ταλαντούχα είμαι. Η λέξη αυτή δεν μου λέει τίποτα. Δεν είναι έπαινος.
Τι είναι έπαινος για εσάς;
Ν’ ακούω γενικά ότι κάποιος εργάστηκε και προσπάθησε να γίνει κάτι και ακόμη να γίνεται. Αυτό είναι έπαινος.
Πότε γίνατε ανεξάρτητη;
Πριν από δέκα χρόνια όταν απομακρύνθηκα από τη λογική της απαίτησης «να πουλάω». Δεν μπορούσα να έχω άλλο την αγωνία των εισιτηρίων τα οποία δεν είναι και δικά μου. Για μένα δεν είχε κανένα νόημα και ήξερα ότι θα πέθαινε η χαρά. Κατάφερα τώρα να έχω έναν χώρο που νοικιάζω και άρχισα να ονειρεύομαι. Ισως να είχα ένα ψυχολογικό πρόβλημα και δεν μπορούσα να ονειρευτώ. Τώρα μπορώ και νομίζω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία.
Πώς μπορεί να προχωρήσει κανείς χωρίς να ονειρεύεται;
Ζούσα έντονα και αγωνιζόμουν και αυτό με έσωσε. Αυτό δεν είναι όνειρο;