Θεωρώ ότι υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που ζει σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και στον πολίτη ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο πρώτος δεν χρειάζεται να ψάξει, να μάθει, να ενημερωθεί, να πληροφορηθεί, να εξακριβώσει το οτιδήποτε. Δεν υπάρχει ανάγκη να «δουλέψει» ως πολίτης. Παρά μόνον αν θέλει να ανατρέψει το καθεστώς. Σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται πολλή δουλειά, πολύς κόπος (πολύ συχνά και πόνος) και μεγάλη αφοσίωση. Από την άλλη, η δημοκρατία θέλει κόπο, θέλει δουλειά εκ μέρους του πολίτη όσον αφορά τα δημόσια θέματα. Θα πρέπει να ψάξει να βρει τα πραγματικά, σχετικά με την υπόθεση, στοιχεία. Οχι να ασπάζεται τις διάφορες προσωπικές «αλήθειες» που διακινούνται. Διότι στη δημοκρατία πρυτανεύει η πραγματικότητα, τα στοιχεία – αρέσουν, δεν αρέσουν. Οχι οι φαλκιδευμένες προσωπικές αλήθειες που σκοπό έχουν να αναμοχλεύσουν, με οποιονδήποτε τρόπο, το συναίσθημα ώστε να ευοδωθούν ποικίλες θεωρίες συνωμοσίας. Αυτά τα έκανε η χούντα με τα στρατιωτικά υπερθεάματα και τις «Πολεμικές Αρετές των Ελλήνων» για να τονώσει το «φρόνημα» (με τη θεολογική έννοια) των πολιτών – το πιο δυνατό «όπλο» των ολοκληρωτικών καθεστώτων και αντιλήψεων, εναντίον των «εχθρών».

Συζητώντας τον τελευταίο καιρό με νεαρά άτομα, διαπιστώνω πόσο εύκολα παρασύρονται από το συναίσθημα – δικαιολογημένα μέχρι ενός σημείου – και υιοθετούν μισές αλήθειες. Στα πάντα, σχεδόν, όσον αφορά την ειδησεογραφία. Ανθρωποι που θεωρούν ότι είναι δημοκράτες (και μπορεί, όντως, να είναι) επειδή «εξεγείρεται» το συναίσθημά τους. (Απολύτως συνειδητά δεν αναφέρω τη λέξη «προπαγάνδα» διότι δεν πρόκειται ακριβώς περί αυτού). Ατομα που κλείνουν το μάτι στη Χαμάς και όταν αναφέρεις την 7η Οκτωβρίου, σου λένε «Τι έγινε τότε;». Αντισημίτες που δεν έχουν ακούσει ποτέ για τη «Νύχτα των Κρυστάλλων». Εξαγριωμένοι για την τραγωδία των Τεμπών που ζητούν αλλαγή νόμων και, συζητώντας λίγο μαζί τους, διαπιστώνεις ότι δεν ξέρουν καν πώς λειτουργούν αυτοί οι νόμοι. Που δεν καταλαβαίνουν ότι τους ενόχους τους κρίνει η δικαιοσύνη.

Αλλά δεν πρόκειται μόνο για απλούς πολίτες. Το συναίσθημα ως εμπροσθοφυλακή επιστρατεύεται και από πολιτικούς και από δημοσιογράφους. Κανέναν δεν πρέπει να αφορά ότι ο τάδε βουλευτής δεν έχει όρεξη να φάει ή να γλεντήσει εξαιτίας του πολιτικού σκηνικού. Ούτε η, τάχα, αναρώτηση για το τι έχουν στην ψυχή τους όσοι υποστηρίζουν το ένα ή απορρίπτουν το άλλο. Η ψυχανάλυση είναι για άλλα «ντιβάνια».

Το έχω ξαναγράψει αλλά θεωρώ επιτομή αυτής της «δημοκρατίας του συναισθήματος» τα λόγια της βουλευτού του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ Αλεξάντρια Οκάσιο – Κορτέζ. Πριν από λίγα χρόνια, σε τηλεοπτική εκπομπή, παρέθετε στοιχεία για τα οποία ο δημοσιογράφος της επεσήμανε ότι δεν ήταν σωστά. Η απάντησή της; «Δεν με ενδιαφέρει η ακρίβεια αυτών που λέω αλλά το συναίσθημα που προκαλούν». Ψάχνω αλλά δεν βρίσκω διαφορά από τη ρητορική του Τραμπ.

Υγ. Στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία της συγκίνησης» (εκδόσεις Πόλις) απ’ όπου είναι δανεισμένος ο σημερινός τίτλος, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος αναφέρεται στην «υποχώρηση της πολιτικής και την κατάληψη του κενού από τα συναισθήματα, από τον αντιπολιτικό νεοαστερισμό μιας ελληνικής εθνικο-δημοκρατίας των ψυχών».

Αμα ψάξεις, βρίσκεις

Πρέπει να ήμουν γύρω στα δεκατρία, τέλος πάντων στην πρωτοεφηβεία. Δεν θυμάμαι τι είδους φάρσα θέλαμε να κάνουμε στο σχολείο και με την κολλητή μου αγοράσαμε δύο μαύρα καλσόν διχτυωτά για να τα βάλουμε στο πρόσωπό μας, τύπου κλέφτες. Το δικό μου καλσόν ξεχάστηκε στη σχολική μου τσάντα. Κι εκεί το βρήκε η μητέρα μου η οποία, υποτίθεται ότι, δεν έψαχνε τα πράγματά μου και, έως τότε, ουδέν στοιχείο είχα για το αντίθετο.

Ε ρε τι έγινε. Ακόμη το θυμάμαι μετά από μισό αιώνα. Από ιερά εξέταση με πέρασε για να της πω τι γύρευε το διχτυωτό καλσόν μέσα στην τσάντα μου. Δεν με πίστευε ότι το είχα χρησιμοποιήσει για μια αθώα φάρσα. Την επόμενη ήρθε στο σχολείο για να ρωτήσει, να μάθει, να εξακριβώσει την αλήθεια. Και μου έριξε και δυο σφαλιάρες από πάνω επειδή τη σύγχυσα.

Απορώ πώς 15χρονα, 16χρονα, 17χρονα κορίτσια εξωθούνται σήμερα στην πορνεία, «κερδίζουν» περισσότερα από 4.000 ευρώ τον μήνα και οι οικογένειές τους δεν παίρνουν χαμπάρι.