Από το 1897 έως το 1955, μέσα σε λιγότερα από εξήντα χρόνια, η Ελλάδα πλήρωσε φόρο αίματος σε δέκα πολέμους. Τον Ελληνοτουρκικό, τον Μακεδονικό Αγώνα, τους δύο Βαλκανικούς, τον Α’ Παγκόσμιο, την εκστρατεία στην Κριμαία, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Β’  Παγκόσμιο, τον Εμφύλιο και τον πόλεμο στην Κορέα.

Χονδρικά, ένας πόλεμος κάθε έξι χρόνια – σαν, από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας έως σήμερα, να είχαμε βγει τέσσερις φορές στα χαρακώματα. Τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν έως τον πόλεμο στην Κύπρο, ήταν στην ουσία, η μεγαλύτερη «άκαπνη» περίοδος τα πρώτα 75 χρόνια του 20ου αιώνα. Γενικώς η Ευρώπη ήταν εκείνη την περίοδο «εφ’ όπλου λόγχη», ωστόσο πρέπει να είμαστε πολύ ψηλά στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών ανάλογα με τη συχνότητα της συμμετοχής τους σε πολεμικές συρράξεις. Και πόλεμος σημαίνει νεκροί, σημαίνει ανθρώπινες απώλειες. Από πιο, ας πούμε, «διαχειρίσιμες» (δεν υπάρχουν «ελαφρές» απώλειες όταν μιλάμε για τη ζωή νέων ανθρώπων) όπως οι 200, περίπου, στρατιώτες και αξιωματικοί που έχασαν τη ζωή τους στην Κορέα, έως τις βαθιές πληγές που αφήνουν σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα οι 35.000 νεκροί στρατιώτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή οι 40.000 της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Συσσωρετικά, έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, λέγεται ότι δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε τουλάχιστον έναν συγγενή «πεσόντα στο πεδίον της μάχης».

Στη μνήμη αυτών των εκατοντάδων χιλιάδων πεσόντων έγινε το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Ενα κενοτάφιο για τους ανώνυμους νεκρούς των πολέμων που δεν άφησαν ίχνη, που στους δικούς τους δεν έφτασε τίποτα για να θάψουν. Ενα έθιμο που τις απαρχές του βρίσκουμε στον «Επιτάφιο» του Περικλή. Είναι έργο του ιδιοφυή κοσμοπολίτη αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη (1894 – 1961), με το ιδιαίτερο εκλεκτικιστικό ύφος, που, το 1926, υπέβαλε δύο συμμετοχές στον διαγωνισμό για την ανέγερση του μνημείου. Το πρώτο βραβείο κέρδισε η πρόταση που κατέθεσε με το ψευδώνυμο «Σκρα», η λιγότερη μνημειακή, δωρική στη σύλληψή της, με περιορισμένη χρήση αρχαϊκού διακόσμου και ανάδειξη της προοπτικής.

Η ριζική αλλαγή της περιοχής και, κυρίως, η εκχωμάτωση που έγινε προκειμένου ο χώρος μπροστά από τη σημερινή Βουλή να φτάσει στο ύψος της λεωφόρου Αμαλίας, προκάλεσε, τότε, αντιδράσεις στις οποίες ο Λαζαρίδης απαντούσε θέλοντας να εξηγήσει το αρχιτεκτονικό του όραμα : «…ο τάφος του Αγνώστου και η προ των παλαιών ανακτόρων πλατεία έπρεπε να αποτελέσει εν καλλιτεχνικόν σύνολον αδιαίρετον, ούτως ώστε τάφος και πλατεία να αποτελέσωσιν εν και μόνον θέμα, το του μνημείου».

Ενιαίο μνημειακό σύνολο

Είναι σαφές λοιπόν ότι το μνημείο δεν είναι μόνο ο τάφος και το επιτοίχιο γλυπτό (έργο του Φωκίωνα Ρωκ) αλλά και ο περιβάλλων χώρος. Τα ονόματα λοιπόν των νεκρών στα Τέμπη δεν γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, όπως ακούω τις τελευταίες μέρες, αλλά πάνω σε αυτό.

Δικαιούνται αυτοί οι νέοι, στην πλειονότητά τους, άνθρωποι που έχασαν τόσο βάναυσα τη ζωή τους στα Τέμπη ένα μνημείο; Βεβαίως και δικαιούνται όπως δικαιούνται και όλοι όσοι έχασαν τη ζωή τους από αμέλειες του κράτους ή τα θύματα της τρομοκρατίας. Και δεν πρόκειται να μπω στη λογική της καταμέτρησης νεκρών σε εθνικές τραγωδίες διότι οι νεκροί δεν αποτελούν συγκρίσιμα μεγέθη και επειδή πρέπει πλέον να το πάρουμε απόφαση ότι ένας συγκεκριμένος ιδεολογικός χώρος έχει ταλέντο στο να τους διαχωρίζει σε ημέτερους και αλλότριους.

Στο πλαίσιο αυτό, ο δήμαρχος της Αθήνας υποσχέθηκε την ανέγερση μνημείου για τα Τέμπη και πολύ καλά έκανε. Η συντριβή όμως με την οποία διατύπωσε τη συγγνώμη του για το σβήσιμο των ονομάτων των νεκρών στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη (ξαναγράφτηκαν μετά), μου δημιουργεί την εντύπωση ότι μάλλον δεν γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει επέμβαση σε έναν μνημειακό χώρο. Ούτε από πού αρχίζει και πού τελειώνει ο συγκεκριμένος. Και ότι αυτή η αναγραφή προσβάλει και τους νεκρούς των Τεμπών και των πολέμων. Τι δηλαδή; Δύο μνημεία σε ένα; Αν δεν ήταν τόσο ευαίσθητο θέμα, θα αναφερόμουν στη φράση για το σαμπού και το κοντίσιονερ.