Είναι άξιο παρατήρησης, αν όχι μιας συνθετικής μελέτης, ένα φαινόμενο που σε πολλούς θα έχει προκαλέσει και θα εξακολουθεί να προκαλεί κατάπληξη ταυτόχρονα με απορία, έστω και αν δεν το ομολογούν ή δεν δείχνουν πρόθυμοι να το συζητήσουν με τους οικείους τους ή με τους γνωστούς τους. Εχουμε όλοι μας ακούσει και μάλιστα ανθρώπους που έχουν μορφωθεί, ή εν πάση περιπτώσει έχουν τελειώσει ένα πανεπιστήμιο, να διακηρύσσουν απερίφραστα, αν όχι με έπαρση, πως τόσο το θέατρο όσο και ο κινηματογράφος δεν σημαίνουν γι’ αυτούς παρά κωμωδία και πως τα δράματα τους είναι ανυπόφορα, περίπου σαν κάτι που υπάρχει καταχρηστικά.

Χωρίς να αμφισβητεί κανείς το πνευματικό, ηθικό και πολιτικό τους επίπεδο, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί και να μην προβληματιστεί πώς γίνεται τους ίδιους αυτούς ανθρώπους το δράμα να τους απωθεί στη μεταποιημένη του μορφή, όταν πρόκειται για θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, αλλά να το καταπίνουν αμάσητο και μάλιστα σε υπερβολικά μεγάλες δόσεις μέσα από τα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης που, κατά διαβολική σύμπτωση, μεταδίδονται στην πλειοψηφία τους την ώρα που οι περισσότεροι απολαμβάνουν το δείπνο τους. Πώς γίνεται να παραμένουν τόσο ευαίσθητοι όταν πρόκειται να έρθουν σε επαφή και μάλιστα μέσω της λυτρωτικής διαδικασίας που προϋποθέτει η τέχνη, με μια δραματική εκδοχή της ανθρώπινης περιπέτειας και ταυτόχρονα να εκθέτουν τον εαυτό τους παντελώς στερούμενο ευαισθησίας – για να μη γράψουμε κάτι πιο αξιοκατάκριτο – να παρακολουθούν ως ωμή πραγματικότητα αυτό που τους απωθεί στην ανάπλασή του;

«Μα να μη γνωρίζει κανείς τι συμβαίνει στον κόσμο;», θα αναρωτηθεί ο μανιακός – και μάλιστα των πιο δραματικών περιστατικών όπως εξελίσσονται αυτή τη στιγμή στον κόσμο – θεατής. Ασφαλώς να γνωρίζει, έστω και αν δικαιούται ο καθένας μας να αναρωτηθεί «και τι έγινε;» ή μάλλον τι απεφεύχθη τελικά με όλα αυτά τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που απολαμβάνοντας το δείπνο τους, ή ξύνοντας (η λέξη που ακολουθεί επαφίεται στον αναγνώστη να τη συμπληρώσει), παρακολουθώντας ένα μέρος της ανθρωπότητας που σύρεται δώθε – κείθε, λιμοκτονεί και σφάζεται, και επιπλέον ανανεώνει τη συνάντησή του με τα δεινά της ανθρωπότητας για το μεσημέρι ή το βράδυ της επόμενης ημέρας.

Χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή η ανανέωση μακροπρόθεσμα, υπόγεια και χωρίς να γίνεται αντιληπτή, μεταβάλλεται σε ένα πρώτης τάξεως συντηρητικό ώστε να διαιωνίζεται η δυστυχία για όσους συμβαίνει να δοκιμάζονται και η απόλαυση για όσους εξακολουθούν να ευτυχούν. Χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τους τελευταίους ότι βαθιά μέσα τους θα πιστεύουν πως αν διαταραχθεί αυτή η «ισορροπία», δεν αποκλείεται να βρεθούν οι ίδιοι στην αντίπερα όχθη, όπως φαντάζονταν ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να συμβεί. Διαφορετικά γιατί τόσο δραματικά δελτία ειδήσεων θα λειτουργούσαν ως ένα είδος χωνευτικού για έναν ζόφο που και αν ακόμη διανοούνταν ποτέ κανείς ότι θα συνέβαινε στον ίδιο, θα αισθανόταν αποτροπιασμό για τον εαυτό του. Πολλές φορές η λύση ακόμα και του πιο δυσεπίλυτου κοινωνικού προβλήματος δεν είναι θέμα παρά μιας απλής προσωπικής διερώτησης. Είναι δυνατόν να δυστυχώ με ένα δράμα που το παρακολουθώ αναπαριστάμενο και αντίθετα και αν ομολογημένα δεν ευτυχώ, έχω το σθένος και την ετοιμότητα να μη με συνθλίβει στη χειροπιαστή του εκδοχή το δράμα αυτό;