Στη δεκαετία του 1990, ακόμη και στο δεύτερο μισό της, δεν υπήρχαν, στην Ελλάδα, panic button ούτε γραμμές SOS για τις κακοποιημένες γυναίκες ούτε συμβουλευτικά τηλεφωνικά κέντρα ούτε σχετικές δομές υποδοχής και φιλοξενίας.

Ενώ, σε μία χώρα που είχε μπει στην τροχιά προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και καμωνόταν την ευρωπαϊκή μητρόπολη, αν μια γυναίκα πήγαινε, με εμφανή σημάδια κακοποίησης, να καταγγείλει ενδοοικογενειακή βία, οι αστυνομικοί θα της έλεγαν να κάνει υπομονή, να τον πάρει με τον καλό ή, το πολύ πολύ, να καταφύγει σε ένα φιλικό σπίτι. Και στην καλύτερη περίπτωση, κάποιος ευσυνείδητος αστυνομικός να καλούσε τον κακοποιητή για να του κάνει συστάσεις.

Εκείνη την εποχή εργαζόμουν στο περιοδικό «Marie Claire» και, λόγω των θεμάτων για γυναικεία κακοποίηση που δημοσιεύαμε συχνά, μας τηλεφωνούσαν πού και πού γυναίκες κυρίως για να μιλήσουν με κάποιον, να ζητήσουν συμβουλές, κατευθύνσεις, ή, απλά, να πουν τον πόνο τους. Υπήρξαν όμως φορές που το τηλεφώνημα γινόταν ενώ το επεισόδιο ήταν σε εξέλιξη. Ακούγαμε αυτό το φρικτό «soundtrack» της ενδοοικογενειακής βίας (κραυγές, βρισιές, σπασίματα) και μια έντρομη φωνή που ζητούσε βοήθεια. Παίρναμε τότε τον πιο νταβραντισμένο κλητήρα (γυναίκες γαρ όλες στο γραφείο) καβαλούσαμε τη μηχανή του και σπεύδαμε στη διεύθυνση που μας είχαν δώσει αφού, πρώτα, ειδοποιούσαμε την αστυνομία που, λόγω της δημοσιογραφικής μας ιδιότητας, ανταποκρινόταν άμεσα. Ερασιτεχνικά πράγματα που δεν διασφάλιζαν κάτι αλλά, τουλάχιστον, έδιναν μία παράταση χρόνου. Μήπως και…

Εχουν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια, η γυναικεία κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία έχουν – πολύ σωστά – αναχθεί σε μέγα ζήτημα και η καταπολέμησή τους σε ακόμη μεγαλύτερο. «Περικυκλωμένο» ποικιλοτρόπως. Πρακτικά και συμβολικά. Κουμπιά πανικού στο κινητό, γραμμές SOS, γραμμές καταγγελίας, δομές, ξενώνες. Και, κυρίως, «εκπαίδευση». Σε παγκόσμιο επίπεδο. Αρχίζοντας από την καθιέρωση, το 1999, της 25ης Νοεμβρίου ως μέρα κατά της βίας εναντίον των γυναικών και συνεχίζοντας με μεγάλες καμπάνιες, κινήματα, συνθήματα, τροποποιήσεις στη νομοθεσία, τηλεοπτικά σποτ ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, δημοσιοποιήσεις περιστατικών, δημόσιες μαρτυρίες θυμάτων, χρήση του όρου «γυναικοκτονία», πρωτόκολλα αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών στα αστυνομικά τμήματα. Το αποτέλεσμα; Το είδαμε στη Σαλαμίνα.

Η 43χρονη γυναίκα φαίνεται πως ήξερε τι να κάνει όταν την ξυλοκόπησε άγρια ο σύντροφός της (καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να σου σπάσει ο άλλος το πόδι;). Πήγε στην αστυνομία, κατήγγειλε το περιστατικό, οι αστυνομικοί τής υπέδειξαν να μη μείνει στο σπίτι της, εγκατέστησαν το κουμπί πανικού στο κινητό της. Λίγες ώρες αργότερα, ο σύντροφός της, που υποτίθεται ότι τον αναζητούσε η αστυνομία, την πυροβολούσε, τη σκότωνε.

Βαθιές είναι οι ρίζες

Τι σημαίνει αυτό; Αφενός ότι υπάρχουν κενά στην αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Δεν καταλαβαίνω δηλαδή τι παραπάνω έκανε, τώρα, η αστυνομία απ’ ό,τι κάναμε στα κουτουρού εμείς πριν από 25 και βάλε χρόνια; Από την άλλη, αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος ότι όλα αυτά τα μέτρα, δεν προλαβαίνουν τα γεγονότα. Τα ακολουθούν. Διότι το φονικό, στην πραγματικότητα, έχει ξεκινήσει πολύ πριν ο δράστης σηκώσει το απλωμένο χέρι του.

Βλέπω αυτό το ζευγάρι της Σαλαμίνας. Και περισσότερο το φαντάζομαι. Εκείνη 43, εκείνος 71. Και ένα παιδί, από τον προηγούμενο γάμο της, με ειδικές ανάγκες. Γνωρίστηκαν, λέει, στο σχολικό στο οποίο εκείνος ήταν οδηγός κι εκείνη συνοδός. Μια ζωή στενεμένη, στριμωγμένη στον διάδρομο. Πώς θα διασκέδαζαν αυτοί οι άνθρωποι; Πήγαιναν σε καμιά ταβέρνα τα σαββατόβραδα; Καμιά εκδρομή; Εκαναν διακοπές το καλοκαίρι; Οι γείτονες λένε ότι άκουγαν καβγάδες αλλά η γυναίκα δεν το ομολογούσε στους δικούς της. Από ντροπή; Πιθανότατα λένε οι ειδικοί. Που σημαίνει ότι είχε συνειδητοποιήσει το κακό. Να το παραδεχθεί δεν μπορούσε. Είναι οι κοινωνικές αναστολές, η διαχείριση της συμπόνιας που επιφέρει αυτό το «με δέρνει». Η υποταγή στην ανάγκη της συντροφικότητας ακόμη κι αν μυρίζει αίμα.

Αυτά οπλίζουν τα χέρια των δολοφόνων. Η ψευδαίσθηση ότι είναι απαραίτητοι στη ζωή του άλλου. Η υπεραξία που νομίζουν ότι αποκτούν από αυτήν την ψευδαίσθηση. Ενα φαντασιακό που υπαγορεύει μια νοοτροπία. Την οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένα μπουτόν πανικού. Αυτό είναι υπόθεση επιστημόνων της ψυχής. Η καταφυγή στους οποίους αποτελεί ακόμη ταμπού. Δυστυχώς.