Η αλματώδη αύξηση στις τιμές των κατοικιών και των ενοικίων αποτελεί μια πραγματικότητα και αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο στην ακτινογραφία του στεγαστικού τομέα στην Ευρώπη (Housing in Europe) που παρουσιάζει η EUROSTAT.

Ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία βρίσκεται ο δείκτης κόστους επιβάρυνσης για τη στέγαση στην ΕΕ (2022). Τα υψηλότερα ποσοστά που παρατηρήθηκαν στις πόλεις καταγράφονται στην Ελλάδα (27,3%) και τη Δανία (22,5%) και τα χαμηλότερα στη Σλοβακία (2,3%) και την Κροατία (2,6%) με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται είναι στο 10,6%.

Η αρνητική πρωτιά για τη χώρα μας αφορά και τις αγροτικές περιοχές καθώς βρισκόμαστε πρώτη στη σχετική λίστα (24,2%) με τη Βουλγαρία (18,1%) να ακολουθεί. Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Μάλτα (0,2%) και την Κύπρο (0,5%) ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 6,6%.

Τι ποσά αφιερώνουμε για στέγαση

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία που αφορούν το μερίδιο του κόστους στέγασης με βάση το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, το 19,6% του διαθέσιμου εισοδήματος κατευθύνεται στο κόστος στέγασης. Αυτό διέφερε μεταξύ των κρατών μελών, με τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται στην Ελλάδα (34,2%), τη Δανία (25,4%) και τη Γερμανία (24,5%).

Ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές;

Ένα άλλο ζήτημα που «μετράει» η έρευνα αφορά την ιδιοκατοίκηση. Το 69% του πληθυσμού της ΕΕ ζει σε νοικοκυριό που είχε την ιδιοκτησία του σπιτιού που διαμένει ενώ το υπόλοιπο 31% ζει σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ή κατοικίες. Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (το 95% του πληθυσμού ζει σε νοικοκυριό που κατείχε δικό το σπίτι του), τη Σλοβακία (93%), την Κροατία (91%) και την Ουγγαρία (90%).

Σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από τη Γερμανία, η ιδιοκατοίκηση υπερτερεί. Στη Γερμανία, το 53% του πληθυσμού είναι ενοικιαστές. Ακολουθούν η Αυστρία (49%) και η Δανία (40%). Στην Ελλάδα ιδιόκτητη κατοικία έχει έχει το 72,8%.

Διαμέρισμα ή κατοικία;

Με το μέσο όσο στην ΕΕ που ζει σε κατοικία στην ΕΕ να φθάνει το 52% του πληθυσμού σχεδόν έξι στους δέκα Έλληνες (το 58,2%) ζουν σε διαμερίσματα και περίπου τέσσερις στους δέκα (41,8%) σε κατοικία. Τα υψηλότερα ποσοστά διαμονής σε κατοικίες τα συναντάμε στην Ιρλανδία (89%), την Ολλανδία (79%), την Κροατία και το Βέλγιο (77%).

Τα χαρακτηριστικά των σπιτιών

Το τυπικό μέγεθος της ελληνικής κατοικίας είναι μικρότερο από το ευρωπαϊκό σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας. Σε κάθε άτομο αντιστοιχούσαν 1,3 δωμάτια έναντι 1,6 που είχαν κατά μέσο όρο στη διάθεσή τους οι κάτοικοι της ΕΕ. Με βάση έναν άλλο δείκτη, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό αποτελείται από 2,6 άτομα έναντι 2,3 στην ΕΕ.

Όσον αφορά την ποιότητα στέγασης το 28% των Ελλήνων έχουν περιορισμένο χώρο στα σπίτια που ζουν, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από της ΕΕ (16,8%). Μόνο το 11,3% ζουν σε σπίτια που η έκτασή τους είναι μεγαλύτερη από αυτή που έχουν ανάγκη έναντι 33,6% στην ΕΕ.

Στα αρνητικά στοιχεία συγκαταλέγεται και το γεγονός πως σχεδόν ένας στους πέντε Έλληνες (18,7%) δεν είχε τη δυνατότητα να ζεστάνει επαρκώς την οικία του, ποσοστό διπλάσιο από της ΕΕ (9,3%).

Όσων αφορά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (προέρχεται από τα νοικοκυριά όταν καίνε ορυκτά καύσιμα για τη θέρμανση των σπιτιών τους, το μαγείρεμα και τον κλιματισμό). Αυτό αντιστοιχεί σε 733 κιλά ανά κάτοικο στην ΕΕ το 2021, από 914 κιλά το 2010.

Το 2021, οι μεγαλύτερες τιμές παρατηρούνται στο Λουξεμβούργο (1.636 kg κατά κεφαλήν), την Ιρλανδία (1.347 kg) και το Βέλγιο (1.400 kg). Από την άλλη πλευρά, η χαμηλότερη τιμή βρέθηκε στη Σουηδία (26 kg), την Πορτογαλία (150 kg) και τη Μάλτα (168 kg). Η χώρα μας βρίσκεται χαμηλότερα από το ευρωπαϊκό μ.ο. με 561,6 kg.

Εξέλιξη των τιμών

Εξετάζοντας την τάση των τιμών των κατοικιών μεταξύ 2010 και 2022, παρατηρείται μια σταθερή ανοδική τάση από το 2013 με ιδιαίτερα μεγάλες αυξήσεις μεταξύ 2015 και 2022.

Συνολικά, σημειώθηκε αύξηση 47% μεταξύ 2010 και 2022. Υπήρξαν αυξήσεις σε 24 κράτη μέλη και μειώσεις σε 2 κατά την περίοδο αυτή (τα στοιχεία για την Ελλάδα δεν είναι διαθέσιμα) . Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στην Εσθονία (+192%), την Ουγγαρία (+172%) και το Λουξεμβούργο (+135%), ενώ μειώσεις καταγράφηκαν στην Ιταλία (-9%) και την Κύπρο (-5%).

Τα ενοίκια στην ΕΕ αυξήθηκαν σταθερά από το 2010 έως το 2022 – συνολικά κατά 18% καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου. Υπήρξε αύξηση σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Ελλάδα (-25%). Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Εσθονία (+210%), τη Λιθουανία (+144%) και την Ιρλανδία (+84%). Στην Κύπρο η αύξηση ήταν µόλις +0,2%.

Μεταξύ 2010 και 2022 στην ΕΕ, ο πληθωρισμός ήταν 28%. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ετήσιος πληθωρισμός ήταν σαφώς υψηλότερος το 2022 με 9,2%. Υπήρξε πληθωρισμός σε όλα τα κράτη μέλη κατά την περίοδο 2010-2022, με τις υψηλότερες τιμές στην Εσθονία (56%), την Ουγγαρία (53%), τη Λιθουανία (49%) και τη Ρουμανία (47%).

Οι χαμηλότερες αυξήσεις τιμών παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (12%), την Κύπρο και την Ιρλανδία (και οι δύο 16%).

Το κόστος στέγασης σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Το υψηλότερο κόστος στέγασης το 2022 σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ διαπιστώθηκε στην Ιρλανδία (112% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), το Λουξεμβούργο (87% πάνω από τον μέσο όρο) και τη Δανία (82% πάνω από τον μέσο όρο).

Τα χαμηλότερα, από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκαν στη Βουλγαρία (63% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) και την Πολωνία (60% κάτω).

Οι τιμές κατασκευής νέων κατοικιών στην ΕΕ αυξήθηκαν επίσης κατά την περίοδο 2010-2022, ιδίως από το 2016 και μετά, και ιδιαίτερα σημαντικά από το 2021 έως το 2022. Η αύξηση κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου ήταν 40%. Μεταξύ των κρατών μελών, οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στην Ουγγαρία (+124%), τη Βουλγαρία (+103%) και τη Ρουμανία (+97%). Η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος μέλος που κατέγραψε μείωση (-1%).