Η Ακροδεξιά δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη στην Ευρώπη. Ενας στους έξι Ευρωπαίους, ποσοστό 17,1%, έχει ψηφίσει στις τελευταίες εκλογές στη χώρα του κόμματα που χαρακτηρίζονται ακροδεξιά. Οι επιτυχίες στη Σουηδία, την Ιταλία και τη Φινλανδία ώθησαν αυτή την πολιτική οικογένεια στο υψηλότερο επίπεδο. Η δυσαρέσκεια των μεσαίων τάξεων σε παγκοσμιοποιημένες και επισφαλείς κοινωνίες, γράφει η ισπανική εφημερίδα «El Pais», αποτελεί βασικό παράγοντα αυτής της έκρηξης, η οποία, ωστόσο, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε κάθε χώρα.

Ο γαλαξίας των ακροδεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων απολαμβάνει σήμερα την υψηλότερη δημοτικότητά του σε τέσσερις δεκαετίες. Μετά τα αποτελέσματα του κόμματος της Μαρίν Λεπέν στις γαλλικές  εκλογές και τις πρόσφατες επιτυχίες στην Ιταλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία οι ακροδεξιοί σχηματισμοί συγκεντρώνουν το 17% των ψήφων, δηλαδή τους στηρίζει ένας στους έξι ευρωπαίους πολίτες.

Ακαδημαϊκοί από διάφορες χώρες κατέγραψαν τις ακροδεξιές ομάδες στην Ευρώπη. Είναι ένα νεφέλωμα ομάδων με διαφορετικές αποχρώσεις, αλλά ενωμένοι με κοινές εθνικιστικές και υπερσυντηρητικές αξίες. Στη δεκαετία του ’80, αυτές οι δυνάμεις δεν συγκέντρωναν περισσότερο από το 4% των ψήφων. Αυξήθηκαν στο 8% μεταξύ 2007 και 2010 και συνέχισαν να αυξάνονται με τη μεταναστευτική κρίση του 2015. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, η Ακροδεξιά έκανε και πάλι ένα άλμα προς τα εμπρός.

Στην Ιταλία, το 26% που συγκέντρωσαν οι «Αδελφοί της Ιταλίας» επέτρεψε σε ένα ακροδεξιό κόμμα να ηγηθεί κυβέρνησης στη Δυτική Ευρώπη για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία. Οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες, που μέχρι τώρα θεωρούνταν παρίες στο πολιτικό σύστημα της χώρας τους, πέτυχαν μια ιστορική έκπληξη με περισσότερο από το 20,5% των ψήφων και αναδείχθηκαν στο δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα. Ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση, η οποία αποτελείται από τρία συντηρητικά κόμματα, συνεργάζεται μαζί τους στο κοινοβούλιο. Η Λεπέν και το κόμμα της πέτυχαν πρωτοφανή αποτελέσματα στις γαλλικές προεδρικές (41% στον δεύτερο γύρο) και τις βουλευτικές εκλογές, και πολλοί αναλυτές θεωρούν πως εάν δεν υπάρξει κάποια έκπληξη η Λεπέν θα θριαμβεύσει στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ο Βίκτορ Ορμπαν κέρδισε στην Ουγγαρία για τέταρτη συνεχόμενη φορά, ενώ στις αρχές του μήνα στη Φινλανδία οι «Αληθινοί Φινλανδοί» αναδείχθηκαν σε δεύτερο κόμμα, αφήνοντας στην τρίτη θέση τους Σοσιαλδημοκράτες της, μέχρι πρόσφατα πρωθυπουργού, Σάνα Μάριν.

Συσσώρευση δυσαρέσκειας

Αυτή η έκρηξη είναι το προϊόν μιας μακράς συσσώρευσης δυσαρέσκειας, γράφει η «Monde». Ο ιστορικός Κριστόφ Γκιγί, ο οποίος μελετά το θέμα εδώ και χρόνια, πιστεύει ότι υπάρχει ένας κεντρικός παράγοντας: «Οσα συμβαίνουν σήμερα είναι η συνέπεια των οικονομικών αποφάσεων που λαμβάνονται στις δυτικές χώρες από τη δεκαετία του ’80, επιλογές παγκοσμιοποίησης, μεταφορά θέσεων εργασίας στο εξωτερικό. Δεν ήταν κατανοητό ότι αυτές οι αποφάσεις θα αποσταθεροποιούσαν την ιδιαιτερότητα της Δύσης, μιας πλειοψηφικής μεσαίας τάξης, ενσωματωμένης οικονομικά και επομένως πολιτισμικά και πολιτικά».

Μεγάλο μέρος αυτής της μεσαίας τάξης έχει καταρρεύσει ή έχει έντονο αίσθημα δυσαρέσκειας ή κινδύνου. Αισθάνεται οργή, προς το πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό κατεστημένο και βλέπει στις ακροδεξιές προτάσεις αν όχι πιθανή λύση στα προβλήματά του, τουλάχιστον έναν τρόπο να «τιμωρήσει» τα παραδοσιακά κόμματα.

Ο Τζιοβάνι Καπότσια, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος αναπτύσσει ένα σχέδιο για τη δημοκρατία και την Ακρα Δεξιά, συμφωνεί με την ανάγκη να παρατηρηθεί το φαινόμενο σε ένα ευρύ χρονικό πλαίσιο. «Τα ακραία δεξιά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο εδώ και 30 χρόνια. Σε γενικές γραμμές, ανιχνεύεται μια αλλαγή αντιλήψεων που τις εξομαλύνει και τις καθιστά πολύ λιγότερο περιθωριακές από ό,τι στο παρελθόν». Από το 1980 υπάρχουν περίπου 70 ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με ακροδεξιά κόμματα. Η εξομάλυνση της εικόνας των ακροδεξιών στην κοινωνία διευκολύνεται από άλλα κόμματα που έχουν υιοθετήσει τα επιχειρήματά τους. Και αυτό έχει οδηγήσει στην ολοένα και πιο συχνή  συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων στις κυβερνήσεις. Για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είναι πλέον μία ακόμα επιλογή, ανάμεσα στις άλλες.

Κάθε χώρα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. «Υπάρχουν εθνικές ιδιαιτερότητες, τόσο στο είδος των κομμάτων όσο και στις αιτίες. Στη Σουηδία η εγκληματικότητα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, στην Ιταλία ήταν σαφώς ένας βασικός παράγοντας ότι οι «Αδελφοί της Ιταλίας» ήταν το μόνο κόμμα που αντετίθετο στην κυβέρνηση Ντράγκι. Στη Γαλλία υπάρχει η ιδιαιτερότητα του σημαντικού μεγέθους της μουσουλμανικής μετανάστευσης» εξηγεί ο Καπότσια.

Εγκλημα και μετανάστευση

«Η μεσαία τάξη, μαζί τις λαϊκές τάξεις, έχουν υποστεί σταδιακή επιδείνωση» συνεχίζει ο Γκιγί. «Πρώτα οι εργάτες, μετά οι αγρότες. Η αποσταθεροποίηση είναι ορατή. Αυτές οι κατηγορίες δεν έχουν πλέον πρόσβαση στις μεγάλες πόλεις, στα μέρη που δημιουργούν θέσεις εργασίας και πλούτο. Δημιουργήθηκε ένα κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό σοκ. Είναι η περιφέρεια της Σουηδίας που ψηφίζει υπέρ της Ακροδεξιάς, όχι οι κάτοικοι της Στοκχόλμης».

Σε αυτή τη δυναμική, μεγάλοι τομείς της κοινωνίας είναι ευαίσθητοι σε μια νοσταλγική κλήση, μνήμες μιας άλλης εποχής που δεν ήταν απαραίτητα πιο ευημερούσες, αν και πολλοί πιστεύουν ότι ήταν – μια εποχή την οποία συνδέουν με μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, λιγότερους ξένους και μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό, ο παράγοντας ταυτότητας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, αναζωπυρώνοντας τον εθνικισμό.

Αυτό το μείγμα – εθνικισμός, ταυτότητα, νοσταλγία – αποτελεί ένα σύνολο στοιχείων που ασκεί εγκάρσια έλξη σε πολλές χώρες, μερικές φορές με ιδιαίτερη ένταση στις λιγότερο ευημερούσες τάξεις, με χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και περιφερειακές καταστάσεις.

Στην Ισπανία, το ακροδεξιό κόμμα Vox του Σαντιάγο Αμπασκάλ αποκτά οπαδούς σε όλες τις οικονομικές τάξεις. Στις τελευταίες εκλογές στην Ανδαλουσία και την Καστίγια και Λεόν, συγκέντρωσε σχεδόν τις ίδιες ψήφους μεταξύ των ανθρώπων με χαμηλά, μεσαία και υψηλά εισοδήματα, σε αντίθεση με το παραδοσιακό δεξιό κόμμα, το Λαϊκό, που είχε περισσότερη υποστήριξη μεταξύ των εύπορων κοινωνικών ομάδων. Στην Πορτογαλία, το ακροδεξιό κόμμα Chega (Αρκετά) στην πρώτη του εμφάνιση στις εκλογές το 2019 εξέλεξε μόνο έναν βουλευτή. Πέρυσι πήρε ποσοστό 7,2% και έγινε η τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας.

Παράλληλα με αυτή την έκρηξη, παρατηρείται η διάβρωση των μεγάλων παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών και κεντροδεξιών κομμάτων και μια δυσαρέσκεια που αντικατοπτρίζεται στην αποχή, με ποσοστά ρεκόρ όπως στη Γαλλία ή την Ιταλία. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Καπότσια, η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε στο «να βγει ένα σημαντικό μέρος των κατώτερων τάξεων από τη φτώχεια παγκοσμίως, αλλά έχει μειώσει το εισόδημα των μεσαίων τάξεων στη Δύση, ενώ ένα μικρό μέρος των εξαιρετικά πλούσιων έχει σωρεύσει ακόμα μεγαλύτερο πλούτο».