Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής της διαδρομής η Νάνα Σαχίνη παίζει. Από τη στιγμή που βγαίνει στον δρόμο για να περιπλανηθεί και τυχαία πέφτει πάνω σε σωρούς άχρηστων αντικειμένων ξεκινά το παιχνίδι της φόρμας που γίνεται γλυπτό. Σε αυτό το δημιουργικό παιχνίδι ένωσης παράταιρων υλικών και σκόρπιων αντικειμένων συνδυάζει και επαναδιαμορφώνει τα ευρήματά της, εντάσσοντας και το ίδιο της το σώμα, ή μέρη του, μέσα στο έργο της.

Γι’ αυτό και το ατελιέ της είναι ένας θαυμάσιος παιδότοπος ενηλίκων. Χρωματιστός και άτακτος, με τα έργα της από διαφορετικές χρονικές περιόδους να συγκατοικούν μεταξύ τους. Τα γλυπτά με τα σχέδια ακουαρέλας, οι εκτυπώσεις σε ελαστικό ύφασμα των φωτογραφιών της με σώματα τυλιγμένα, ακουμπισμένα πάνω σε ραγισμένο από την ξηρασία χώμα, τα σωληνάρια κόλλας σιλικόνης με μάζες παπιέ μασέ και κομμάτια πηλού, τα λεπτά καλάμια βαμμένα ροζ.

Στην άκρη της σκάλας, σύρμα περίφραξης και ξύλινα κιβώτια. Στην επιφάνεια μιας κολόνας, στίχοι γραμμένοι στο χέρι με μπλε μαρκαδόρο. Ο χώρος όπου η καλλιτέχνις δημιουργεί αναδίνει, θα λέγαμε, την ευθυτενή ευαισθησία της.

Είναι κανόνας η απόφαση των γυναικών να αφήνουν για κάποιο διάστημα την τέχνη για να γίνουν μητέρες;

Εγώ δεν το έκανα αυτό και λίγο το έχω μετανιώσει. Οταν άρχισε να φαίνεται η εγκυμοσύνη μου, άκουσα διάφορα, του τύπου «θα αφήσεις την τέχνη τώρα που θα γίνεις μανούλα;». Μάλιστα, η εγκυμοσύνη μου συνέπεσε με το διάστημα της ατομικής μου έκθεσης στην Αγγελική Αντωνοπούλου και ο Δασκαλόπουλος είχε αγοράσει αρκετά έργα μου. Είχα ακούσει το εξής: «Δεν περιμέναμε να επενδύσει σε σένα που είσαι έγκυος».

Με είχαν στενοχωρήσει και με είχαν αγχώσει πολύ όλα αυτά. Μετά που γεννήθηκε η Δωροθέα είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Παραδόξως εκείνα τα πρώτα χρόνια της μητρότητας έπεσαν και πολλές μεγάλες αναθέσεις. Στη Στέγη η έκθεση «Υπνος», μετά τα κοστούμια σε παραστάσεις της Nova Melancolia, μια παραγωγή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο Μακεδονικό Μουσείο στη Θεσσαλονίκη. Τώρα είναι κάποια χρόνια που το σκέφτομαι αυτό και καθώς βλέπω πίσω λέω «κακώς». Επρεπε λίγο να αποστασιοποιηθώ, γιατί μπήκα σε αυτό το λούκι για να τους αποδείξω το αντίθετο. Ηθελα να δουλέψω, είχα και την ανάγκη και την επιθυμία. Απλά νομίζω ότι δεν χρειαζόταν τέτοια πίεση και άγχος, γιατί είναι διαφορετικό να δουλεύεις και να προκύπτουν πράγματα και είναι άλλο να αναλαμβάνεις και μεγάλα πρότζεκτ, που κάποιος περιμένει κάτι και υπάρχουν προθεσμίες.

Το εργαστήριο είναι ταυτόχρονα χώρος εξομολόγησης και ψυχανάλυσης για τον δημιουργό;

Δεν ξέρω πόσο αποκαλυπτόμαστε εμείς, γιατί το έργο νομίζω παίρνει δική του πορεία. Πολλές φορές κοιτάζω έργα από παλιά και αναρωτιέμαι αν τα έκανα εγώ. Οπότε νομίζω ότι τα έργα ούτε καν σε μας δεν αποκαλύπτονται τελείως. Πάντα υπάρχουν σημεία που είναι κλειδωμένα.

Σε ξενίζει το έργο σου;

Αναρωτιέμαι πολλές φορές. Η διαδικασία μου δεν είναι ότι σκέφτομαι, έχω μια ιδέα και εκτελώ. Μονίμως συμβαίνουν πολλά μαζί. Μπορεί να διαβάζω και ταυτόχρονα να βλέπω πολλούς καλλιτέχνες, να βλέπω κάτι στον δρόμο και εννοείται ότι κάτι βιώνω. Ολα αυτά εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν και στο τέλος πολλές φορές δεν θυμάμαι τι ήταν αυτό που σκέφτηκα, γιατί πήρα αυτή την απόφαση και όχι μια άλλη. Το παθαίνω με όλα τα έργα μου, δεν αφορά κάποια συγκεκριμένα.

Πώς βρήκες τη δική σου φωνή στα έργα σου, στον τρόπο που δουλεύεις;

Μμμ, δεν ξέρω αν την έχω βρει. Την ψάχνω συνέχεια. Γι’ αυτό και νομίζω ότι δεν υπάρχει πολύ συγκεκριμένο στυλ στη δουλειά μου. Οταν τα κοιτάζω όλα μαζί, βλέπω ότι εδώ τώρα υπάρχουν έργα φτιαγμένα 15 χρόνια πριν μαζί με τα πρόσφατα. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι υπάρχουν κοινά πράγματα στις θεματικές σώμα, φύλο, θηλυκότητα, ταυτότητα. Υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στη δουλειά μου και αυτά μπορεί να ορίζουν αυτό που είμαι, αλλά έχω και μια άρνηση να το κάνω ρητό, να του δώσω ένα όνομα και μια ταυτότητα. Γιατί νιώθω ότι άμα τα βάλω όλα σε λέξεις, τότε κάπως τα μειώνω. Η τέχνη έχει μέσα και το άρρητο. Οχι όμως σαν κάτι ιερό, αλλά κάτι που δεν αποκωδικοποιείται. Είναι μια γλώσσα από μόνη της. Αν προσπαθήσεις να τη χωρέσεις στο δικό μας λεξιλόγιο, είτε αυτό είναι ελληνικά είτε αγγλικά, τότε κάτι χάνεις μέσα σε όλη αυτή την ερμηνεία.

Ξεκίνησες στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη σπουδάζοντας ζωγραφική και συνέχισες στην Αγγλία. Ομως εκεί γιατί άφησες τη ζωγραφική;

Πάντα με τραβούσε ο χώρος και η υλικότητα. Και αυτό που έλεγα τότε ζωγραφική δεν ήταν καθαρή ζωγραφική τελάρου. Νομίζω ότι επιχειρούσα να κάνω γλυπτική στα τελάρα, σε ξύλινες επιφάνειες. Στο Λονδίνο ήταν μία περίοδος που φαίνεται ότι πετάχτηκαν κάποια πέπλα και φάνηκε το ξέφωτο της γλώσσας, εκείνο για το οποίο μιλούσε ο Χάιντεγκερ ώστε να μπορώ να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο μέσω των αισθήσεων. Ακόμη και τις σιωπές του. Ηταν η στιγμή που έστηνα το αφτί μου σε όλες τις χαραμάδες της γλώσσας.

Τα πέπλα δεν τα έχεις πετάξει ακόμα από πάνω σου;

Πετάχτηκαν κάποια τότε. Δεν είμαι σίγουρη αν επιστρέφοντας, επειδή ξαναγυρνάς στον πολιτισμό και στη γλώσσα σου, μαζεύεσαι και τα ξαναφοράς. Θέλω να ελπίζω πως όχι. Ομως στο Λονδίνο όπου είχα άλλη σχέση με τη γλώσσα με ρωτούσαν τι κάνω και έλεγα «Ι’m an artist». Εδώ σε καμία περίπτωση δεν το έλεγα τότε. Είχε πολύ βάρος για μένα τότε η λέξη «καλλιτέχνης». Προσωπικά δε μου αρέσει η λέξη «εικαστικός». Το «καλλιτέχνης» έχει μια ανοιχτοσύνη. Δηλώνει ότι μπορεί να κάνω τέχνη, μπορεί και να τραγουδήσω, μπορεί και να κάνω ποίηση… Δεν παίζει εδώ όμως να πεις ότι είσαι καλλιτέχνης στον κύριο που σε πάει σπίτι σου με το ταξί. Στο Λονδίνο λοιπόν η σχέση με τη γλώσσα και τον κόσμο ήταν διαφορετική. Οπως αυτό που λέγαμε πριν για τη μητρότητα. Είχα συμφοιτήτριες που ήταν μαμάδες και έκαναν μεταπτυχιακό και κάποιες από αυτές έχουν γίνει και παγκοσμίως γνωστές, γιατί είχαν τον περίγυρο, τις υποδομές. Ηταν και από άλλες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις, από χώρες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, άνθρωποι που πήγαν σχολεία ανά τον κόσμο και σπούδασαν ανά τον κόσμο και έχουν και επαφές ανά τον κόσμο. Ξεκινάς από μια διαφορετική θέση.

Ενιωθες να σου κόβει την ταχύτητά σου η διαφορά θέσης;

Οχι, επειδή ήμουν στο Λονδίνο, αυτό δεν το καταλάβαινα. Κάπως ήμουν και πολύ μέσα σε αυτό που ζούσα, δηλαδή τη σχολή, την τέχνη. Υπήρχαν πράγματα που μου άνοιξαν τα μάτια, οι εκθέσεις, άπειρες εκθέσεις που δυστυχώς εδώ δεν τις βλέπουμε. Αλλά το πολυπολιτισμικό στοιχείο ήταν παντού. Περπατούσες, ας πούμε, σε ένα τετράγωνο και άκουγες τις γλώσσες του κόσμου, έβλεπες τα χρώματα όλου του κόσμου. Νομίζω ότι το Λονδίνο έκανε αυτό που κάνουν όλες οι μητροπόλεις άθελά τους, όχι εσκεμμένα. Υπάρχει η προσδοκία, η φαντασίωση ότι μπορείς να τα έχεις όλα. Δεν νομίζω ότι μπορείς να τα έχεις όλα. Ακόμα και εδώ δεν μπορείς να τα έχεις όλα, παρόλο που η Αθήνα δεν συγκρίνεται με Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη. Απλά εκεί σου δημιουργείται η εντύπωση ότι σε παίρνει να τα φτάσεις όλα. Είναι λίγο σαν η ματαίωση στο τραγούδι του Σινάτρα, το «it’s up to you, New York, New York». Κι όμως δεν είναι στο χέρι σου να κατακτήσεις τη μητρόπολη. Καλό είναι να μην το καταλαβαίνεις αυτό όταν το ζεις.

Τι λες για τις εκθέσεις τέχνης όπου συμμετέχουν μόνο γυναίκες;

Το θέμα αυτό με προβληματίζει από τη μία, γιατί είναι και μία τάση της εποχής. Θυμάμαι κάποια στιγμή όταν είχα γυρίσει από το Λονδίνο που είχα πει σε κάποιον ο οποίος ήταν του χώρου για φεμινισμό και θηλυκότητες. Μου είχε πει τότε να τα αφήσω αυτά γιατί είναι αγγλοσαξονικά κατασκευάσματα. Τώρα όμως το υποστηρίζουν αυτοί κυρίως που τα έκριναν αρνητικά. Οχι ότι δεν γίνεται συζήτηση παντού. Αλλά δεν θεωρώ ότι υπάρχει θηλυκή και αρσενική τέχνη. Μπορεί όντως να υπάρχουν κάποιες άλλες ποιότητες στο έργο των γυναικών καλλιτεχνών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι την κάνει θηλυκή τέχνη και όχι αρσενική ή ουδέτερη τέχνη. Συμφωνώ με το να υπάρχουν και εκθέσεις μόνο με γυναίκες, δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι τι δείχνεις κάθε φορά. Αν έχει νόημα και ουσία να το δείξεις. Και αν με το κάθε εγχείρημα μπορεί να δημιουργηθεί έστω και μια μικρή μετατόπιση στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Για μένα αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα της τέχνης. Το κατά πόσο ένα έργο μπορεί να σε αναταράξει, να σε μετατοπίσει για να σκεφτείς λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Οχι απαραίτητα να αλλάξεις. Μπορεί να μην αλλάξεις τώρα. Αλλά και μόνο που θα μπει μέσα σου αυτό το έργο, μπορεί κάτι να αρχίσει να σε τρώει.