Στις 15 Ιανουαρίου του 2020 είχε γιορτάσει τα 100ά του γενέθλια στο Σκαλοχώρι της Λέσβου στον οίκο ευγηρίας όπου ζούσε. Και εκείνη ήταν μια ακόμη αφορμή για να θυμηθεί μαζί με τους συντοπίτες του και να αφηγηθεί τις ανεξίτηλες εμπειρίες, οι οποίες στοίχειωσαν τη ζωή του, αλλά και μεγάλο τμήμα του ελληνικού 20ού αιώνα. Ο Γιάννης Καραγεωργίου – «ο μπαρμπα-Γιάννης», όπως τον φώναζαν οι συγχωριανοί του μέχρι το τέλος -, από τους τελευταίους αυτόπτες μάρτυρες της ναζιστικής θηριωδίας, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 103 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη τη δική του μαρτυρία.

Σύμφωνα με την προ διετίας αφήγησή του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, τον Απρίλιο του 1942 αποφάσισε μαζί με τον αδελφό του Λάμπρο και άλλους 18 νέους από το βορειοδυτικό τμήμα της Λέσβου να διαφύγουν προς τη Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν τον Αξονα. Εκτός από τα δύο αδέλφια συμμετείχαν οι Γιάννης και Στρατής Κουτσμπέλλης ή Κωνσταντέλλης από το Σκαλοχώρι, Κώστας και Αντώνης Αλεξανδρής, Νικόλαος Πετρίδης και Νικόλαος Ντίρλας από τον Σκουτάρο, Δανιήλ Κυριάκος, Αυγερινός Αυγερινού, Κώστας και Ναπολέων Λημναίος, Πολύδωρος Φονιάς, Θεοχάρης Κάιτατζης, Δημήτριος Δουκίδης, Μιχαήλ Κλεάνθης από την Πέτρα, Ιγνάτιος Κικιλής από τη Λαφιώνα, Ευστράτιος Χατζημουτάφης από την Αγία Παρασκευή, Δημήτριος Φτεριανός από τον Πολιχνίτο και Αντώνιος Κανταράς από την Αντισσα (από ρεπορτάζ του Γιώργου Γαλέτσα, ΕΡΤnews).

Στη φυλακή

Στο εκκλησάκι του Αγίου Φωκά της νότιας Λέσβου, όπου έψαχναν τρόπο για να αναχωρήσουν, συνελήφθησαν από τα ναζιστικά στρατεύματα και μεταφέρθηκαν στις φυλακές της διαβόητης βίλας Ηλιοπούλου, της Γκεστάπο στη Σουράδα της πόλης της Μυτιλήνης. Μια επιστολή που βρέθηκε ανάμεσα στα προσωπικά είδη ενός από τους συλληφθέντες – ο οποίος απευθυνόταν σε αξιωματικό που υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή – αποτέλεσε το πειστήριο βάσει του οποίου οι 20 νέοι καταδικάστηκαν σε πενταετή φυλάκιση.

Από εκεί οδηγήθηκε στις φυλακές – στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί την άνοιξη του 1944 στις φυλακές – κάτεργα στο Στάιν της Αυστρίας. Λίγες μέρες πριν από τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, τα SS διέταξαν την εκτέλεση 700 κρατουμένων των φυλακών. Τελευταία στιγμή ο Γιάννης Καραγεωργίου γλιτώνει και ο ίδιος διηγείται πώς: «Μας πήγαν και μας στήσαν σ’ έναν τοίχο. Εγώ ήμουν κατά τριάδες προς τη μεριά κοντά στον τοίχο, μπροστά μου ήταν άλλοι δύο. Σε 20-30 μέτρα είχε πολυβόλα, έπεσα κάτω… δίπλα στον τοίχο… και έπεσαν τα πτώματα πάνω μου… Κατάλαβα ότι δεν είχα φάει καμιά! Εκατσα εκεί πέρα μια – μιάμιση ώρα… πάνω και δίπλα μου θα ‘χαν πέσει 25 πτώματα… εγώ τον ψόφιο τον κοριό! Καμιά φορά φέρανε μια άλλη παρτίδα να σκοτώσουν… αλλά ήταν ιταλοί εργάτες που είχαν χαρτιά… Καμιά φορά ήρθε κι η δική μου η σειρά… πιάσαν και με έβαλαν σε μια κουβέρτα».

«700 ανθρώπ’ σ’ δυο λάκκους…»

Ο Γ. Καραγεωργίου εξαναγκάστηκε στη συνέχεια να συμμετάσχει στην ταφή των εκτελεσθέντων. Ο ίδιος περιγράφει τη διαδικασία: «Πιτάξαν καμιά 700 ανθρώπ’ μέσα στους δυο λάκκους… Εγώ πάντα μέχρι το βράδυ πάστουνα… σα τσ’ σαρδέλες… Οταν ο λάκκος έφτασε μισό μέτρο από το έδαφος, φέρανε φορτηγά ασβέστη – και τον σβήσαν από πάνω… Ξέρεις γιατί; Για να μη βρωμά… όπως έμαθα αργότερα. Και τους θάψαμε λοιπόν τσ’ ανθρώπ’… Μας ξαναπάν πάλι στα κελιά… Μετά από δυο μέρες μας πήραν από τις φυλακές, μας βάλαν σ’ ένα σαπιοκάραβο του Δουνάβεως και μας πήγαν απ’ την Αυστρία στη Βαυαρία… σ΄ ένα χωριό που το λέν’ Μπερνάου…».

Από την παρέα των 20 νεαρών που θέλανε να πολεμήσουν τους Ναζί στη Μυτιλήνη επέστρεψαν οι 14. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ο τελευταίος που έζησε ως τις μέρες μας.