Με την τιμή της ζάχαρης να έχει σχεδόν τριπλασιαστεί σε διάστημα ενός έτους, λόγω της κακοκαιρίας που έπληξε τις καλλιέργειες αλλά και την αύξηση του κόστους ενέργειας, οι ζαχαροπλάστες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σκέφτονται πλέον αν θα μειώσουν την παραγωγή.

Το κόστος του βασικού αυτού προϊόντος δημιουργεί ακόμα ένα πρόβλημα για την Ευρώπη στην προσπάθειά της να ανακόψει τον πληθωρισμό και να συγκρατήσει το κόστος ζωής.

Έμποροι ζάχαρης και ειδικοί που επικαλείται το Reuters αναφέρουν ότι οι τιμές χονδρικής της επεξεργασμένης ζάχαρης για παραδόσεις σε προκαθορισμένες ημερομηνίες κυμαίνονται γύρω στα 1.050 ευρώ ο τόνος, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ στην ΕΕ.

Σε άλλες αγορές, οι τιμές είναι περιέργως περίπου οι μισές.

«Η αγορά ζάχαρης βρίσκεται σε κρίση» σχολίασε η Μίριελ Κόρτερ, γενική διευθύντρια του συνδέσμου παραγωγών γλυκισμάτων Caobisco.

«Ανησυχούμε ότι οι εταιρείες μας, και ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μπορεί να αντιμετωπίσουν σύντομα τη δύσκολη απόφαση για το εάν θα σταματήσουν ή θα περιορίσουν την παραγωγή αυτό τον χειμώνα».

Η παραγωγή ζάχαρης είναι μια από τις πλέον ενεργοβόρες βιομηχανικές δραστηριότητες και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο.

Οι τιμές του αερίου είναι σήμερα περίπου επταπλάσιες σε σχέση με την αρχή του χρόνου, όταν η Ρωσία δεν είχε ακόμα περιορίσει τις εξαγωγές προς Ευρώπη.

«Οι τιμές της ζάχαρης στην ΕΕ βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό. Τα εργοστάσια ζαχαρότευτλου στην Ευρώπη λειτουργούν με φυσικό αέριο και κοιτάξτε πού βρίσκονται οι τιμές» είπε ο Τζούλιαν Πράις σύμβουλος της julianprice.com και πρώην πρόεδρος της ASSUC, συνδέσμου της βιομηχανίας ζάχαρης.

Ο δε γερμανικός σύνδεσμος παραγωγών γλυκισμάτων BDSI προειδοποίησε ότι η Γερμανία, η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή στην ΕΕ, κινδυνεύει να χάσει την ανταγωνιστικότητά της, δεδομένου ότι πλήττεται περισσότερο από τη μείωση εισαγωγών ρωσικού αερίου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η παραγωγή ζάχαρης θα πέσει κατά 6,9% σε ετήσια βάση τη σεζόν Οκτωβρίου 2022-Σεπτεμβρίου 2023 και θα περιοριστεί στους 15,5 εκατ. τόνους, κάτω από τα επίπεδα της ζήτησης στους 16,6 εκατ. τόνους.

Πέρα από το θέμα του φυσικού αερίου, η παραγωγή μειώθηκε λόγω της ξηρασίας και τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.