Η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που ξεκίνησε το 2021 συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2022. Ωστόσο, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιδείνωσε το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αύξησε την αβεβαιότητα και την αποστροφή διεθνών επενδυτών προς τον κίνδυνο και επέτεινε την ενεργειακή κρίση, οδηγώντας σε επιτάχυνση του πληθωρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τη σταδιακή αύξηση των βασικών της επιτοκίων για να συγκρατήσει τις πληθωριστικές προσδοκίες, ενώ η κυβέρνηση έλαβε έκτακτα μέτρα στήριξης του εισοδήματος των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της ενεργειακής κρίσης. Το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται λόγω της αύξησης της αβεβαιότητας, του πληθωρισμού και του κόστους δανεισμού αναμένεται να μετριάσει τα επόμενα τρίμηνα τον πολύ υψηλό αναπτυξιακό ρυθμό που σημείωσε η ελληνική οικονομία το πρώτο τρίμηνο του έτους.

Οι θετικές ειδήσεις

Παρά τους διεθνείς κινδύνους, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές θετικές ειδήσεις: Η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τον προσεχή Αύγουστο, η ανάληψη δράσης εκ μέρους της ΕΚΤ για την αποτροπή του κατακερματισμού των αγορών χρήματος και κεφαλαίων στην ευρωζώνη, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από δύο διεθνείς οίκους, η μεγάλη αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων και η ανακοίνωση μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα από σημαντικές εταιρείες του εξωτερικού αποτελούν ψήφο εμπιστοσύνης για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

Για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες που συνδέονται με την επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, η οικονομική πολιτική, πέρα από την απαραίτητη στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ανάλογα με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, θα πρέπει να δώσει έμφαση κυρίως (α) στη σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και (β) στην έγκαιρη υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας…

Τα πλεονάσματα

Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στην επαναφορά, από το 2023, πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς και στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, μέσω της άρσης των έκτακτων μέτρων στήριξης. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας θα υποβοηθηθεί εμμέσως και από την υιοθέτηση μιας δημοσιονομικής πολιτικής περισσότερο φιλικής προς την ανάπτυξη. Μεσοπρόθεσμα, μια τέτοια πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει ενίσχυση των επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές, αύξηση των παραγωγικών δημόσιων δαπανών, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και των τρεχουσών δημόσιων δαπανών, καθώς και ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής με στόχευση των ελέγχων στις δραστηριότητες υψηλού κινδύνου. Η αξιοποίηση των πόρων από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU) διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση της επενδυτικής αβεβαιότητας στο νέο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και γεωπολιτικής αστάθειας.

Η ενεργοποίηση και αξιοποίηση του νέου εργαλείου REPowerEU που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι καθοριστική για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης της Ευρωπαϊκής Ενωσης μεσοπρόθεσμα και την απεξάρτηση των κρατών-μελών από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία, μέσω της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το εν λόγω εργαλείο θα συμβάλει ώστε να μετριαστεί η επίπτωση των υψηλών τιμών της ενέργειας και να δημιουργηθεί ένα πιο αποτελεσματικό, ανθεκτικό και ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό σύστημα ενεργειακού εφοδιασμού.

Οι ιδιωτικοποιήσεις

Επίσης, είναι αναγκαία η επανεκκίνηση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων – ύστερα από δύο χρόνια καθυστερήσεων λόγω πανδημίας – καθώς και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το NGEU. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει να συνεχιστεί η πορεία της οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές, ευέλικτο και ανθεκτικό στις διαταραχές παραγωγικό υπόδειγμα, με έμφαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην πράσινη μετάβαση και στην ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.

Σημαντικές παρεμβάσεις απαιτούνται και στην αγορά εργασίας. Παρά τη διαχρονική υποχώρησή του, το ποσοστό ανεργίας παραμένει σε υψηλό επίπεδο και μπορεί να αυξηθεί λόγω των επιπτώσεων του δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος στην εγχώρια και εξωτερική ζήτηση. Επισημαίνεται ότι η επίμονη υψηλή ανεργία των τελευταίων ετών έχει επιτείνει το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ των ζητούμενων και των προσφερόμενων θέσεων εργασίας, καθώς σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού έχει χάσει μέρος των δεξιοτήτων του. Επίσης, παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού, η πρόωρη συνταξιοδότηση των εργαζομένων και η μετανάστευση εργατικού δυναμικού κατά τα χρόνια της κρίσης έχουν οδηγήσει σε ελλείψεις εργαζομένων χαμηλής και υψηλής εξειδίκευσης. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και η ενίσχυση της διαρκούς επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού ώστε να αποκτήσει τα προσόντα και τις δεξιότητες για να ενταχθεί και να παραμείνει στην αγορά εργασίας. Επίσης, είναι αναγκαία η αποτελεσματικότερη εφαρμογή πολιτικών για την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, με περαιτέρω βελτίωση των μέτρων που αφορούν τόσο τις συνθήκες εργασίας των γυναικών (π.χ. ωράρια, άδειες) όσο και τη φροντίδα των παιδιών (π.χ. διαθεσιμότητα παιδικών σταθμών, ωράρια νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων).

Οι χρηματοδοτήσεις

Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής απαιτεί την απρόσκοπτη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος. Κρίσιμο ρόλο όσον αφορά τους όρους και τη διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχίσουν να έχουν τα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας που υποστηρίζονται από δημόσιους πόρους. Προϋπόθεση όμως για τη συνέχιση της επαρκούς χρηματοδότησης της οικονομίας είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος με την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας και την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής του βάσης.

Αυτά τα στοιχεία της οικονομικής πολιτικής, πέρα από την ενίσχυση των δημοσιονομικών προοπτικών, θα συμβάλουν στην αναβάθμιση, σε επενδυτική βαθμίδα, της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων, ωφελώντας παράλληλα τον χρηματοπιστωτικό και, γενικότερα, τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, θα συμβάλουν στην προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και, τελικά, θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μελλοντικές εξωγενείς διαταραχές.

Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος