Ο όρος σκυλάδικο είναι υποτιμητικός χαρακτηρισμός για νυχτερινά κέντρα διασκέδασης στην Ελλάδα που προσφέρει χώρο για χορό και ζωντανή λαϊκή μουσική η οποία θεωρείται ποιοτικά κατώτερη. Μειωτικά χρησιμοποιείται και για τη περιγραφή ενός υποείδους του λαϊκού τραγουδιού. Ως σκυλάδικο αποκαλείται και η «παρακμιακή» μορφή του λαϊκού τραγουδιού.

Επίσης, ο όρος χρησιμοποιούταν μειωτικά για νυχτερινά κέντρα διασκέδασης που ήταν είτε φθηνά είτε δεν είχαν την άδεια λειτουργίας, στα οποία η ελληνική μουσική που παιζόταν εκεί θεωρούταν κατώτερης ποιότητας και βρίσκονταν στα προάστια μιας πόλης ή κωμόπολης της Ελλάδας.

Στα σημερινά σκυλάδικα, η τυπική τους διάταξη συμπεριλαμβάνει μια υπερυψωμένη σκηνή, στην οποία οι τραγουδιστές και μουσικοί τραγουδούν ελληνικά τραγούδια, με την χρήση σημαντικά ενισχυμένων μπουζουκιών, ηλεκτρικών κιθάρων και άλλων οργάνων.

Πώς όμως βγήκε ο όρος «σκυλάδικο»

Σύμφωνα με κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» το 2002, πολλά χρόνια πριν στην περιοχή Αγίου Διονυσίου Πειραιά υπήρχε ένα μεγάλο και κακόφημο οικοδομικό συγκρότημα, με το όνομα Βούρλα. Γνωστό και ως το «Χαμαιτυπείον».

Λίγο μετά μετασκευασμένο, λειτούργησε ως φυλακή, η περίφημη φυλακή των Βούρλων, η οποία έμεινε στην ιστορία γιατί από εκεί, το 1955, ανοίγοντας υπόγεια σήραγγα πενήντα μέτρων, απέδρασαν μέρα-μεσημέρι περίπου τριάντα πολιτικοί κρατούμενοι, στελέχη του τότε παρανόμου ΚΚΕ.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα ellinikoskinimatografos.gr, η οποία αναδημοσιεύει το κείμενο, το οικοδομικό συγκρότημα λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του πρέσβη και κατόπιν υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού, του Παναγιώτη Πιπινέλη.

Το κτίριο λοιπόν αυτό πριν από τον πόλεμο νοικιαζόταν σε ωραίες και λιγότερο ωραίες κυρίες, οι οποίες στα μικρά δωμάτια (που κατόπιν έγιναν κελιά φυλακής), ασκούσαν το αρχαιότερο των επαγγελμάτων.

H περιοχή είχε τότε αίγλη και φήμη, κάθε βράδυ δε, προσέλκυε πλήθος επισκεπτών πάσης τάξεως και ηλικίας, κυρίως ναυτεργάτες, ναύτες και στρατιώτες, αλλά και μεσοαστούς, θλιβερούς εργένηδες, κουρασμένους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.

Υπήρχαν όμως και οι άλλες, εκείνες που με την πάροδο του χρόνου, τον μόχθο και τις άλλες ταλαιπωρίες του επαγγέλματος, είχαν χάσει τα νιάτα και την ομορφιά (αν τα είχαν ποτέ) και αναγκάζονταν να δουλέψουν με τη φτωχή πελατεία σε τιμές τόσο χαμηλές, που δεν επέτρεπαν ενοικίαση στέγης και κρεβατιού στο συγκρότημα των Βούρλων.

Θεωρούνταν δευτέρας και τρίτης κατηγορίας και μαζί με τη φτωχή ανδρική πελατεία περιφέρονταν στα γύρω σοκάκια και χαμαιτυπεία, όπως οι αγέλες των αδέσποτων σκύλων.

Γι’ αυτό και τους κόλλησαν το προσωνύμιο «σκύλες» και «σκύλους» τους πελάτες. Είχαν και το προσωνύμιο «λαμαρίνες», επειδή η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν, άνευ στέγης και κλίνης, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Αγίου Διονυσίου.

Γιατί τα νυχτερινά μαγαζιά ονομάστηκαν «σκυλάδικα»;

Όπως αφηγήθηκε ο Μηνάς, παλιός γνώριμος της Τρούμπας: «Στην Τρούμπα, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μερικά «καλά μαγαζιά», με καλλιτέχνιδες πρώτης κατηγορίας και δημοφιλείς, το θυμάστε και από τον ελληνικό σινεμά. Τα ονόμαζαν «καμπαρέ». Σημασία έχει ότι σε αυτά είχε συγκεντρωθεί η καλή ποιότητα της περιοχής όπως, λίγα χρόνια πριν, η καλή ποιότητα στην περιοχή Βούρλων, είχε συγκεντρωθεί στο… μέγαρο Πιπινέλη. Έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη αναλογική σχέση μεταξύ Βούρλων και Τρούμπας».

O Μηνάς υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των ιστορικών γεγονότων εκείνης της νύχτας του 1958, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ διέταξε αιφνιδίως τον ναυλοχούντα στα ανοιχτά του Πειραιώς 6ο Στόλο να πλεύσει ολοταχώς προς τον Λίβανο και να αποβιβάσει πεζοναύτες.

Τα στρατεύματα όμως είχαν από νωρίς εκείνο το βράδυ διασκορπιστεί στην οδό Φίλωνος και στις γύρω παρόδους και χρειάστηκε η αμερικανική στρατονομία, τις πρωινές ώρες εκείνης της νύχτας, να οργανώσει ολόκληρη επιχείρηση στην Τρούμπα για να συγκεντρώσει το στράτευμα. Πετούσαν έξω από τα «μαγαζιά» και τα άλλα «σπίτια» τους ημιθανείς από τη νυχτερινή κραιπάλη ναύτες και πεζοναύτες, τους φόρτωναν σαν σάκους με σιτάρι σωρηδόν στα καμιόνια και κατ’ ευθείαν… στον Λίβανο.

Στην αρχή τα «καλά μαγαζιά» της Τρούμπας δούλευαν με τα παρεπιδημούντα στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία όμως διήγε περίοδο έσχατης παρακμής και ένδειας. H δουλειά ήταν λίγη και ακόμη λιγότερο το χρήμα. O μεγάλος πλούτος στην οδό Φίλωνος και τις γύρω παρόδους έπεσε λίγο αργότερα με τους Αμερικανούς ναύτες και πεζοναύτες του 6ου Στόλου, ο οποίος κάθε τόσο ναυλοχούσε στα πειραϊκά και φαληρικά ύδατα.

Με τον 6ο Στόλο, στην Τρούμπα έπεσε μεγάλη ζήτηση και πλούτος και για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, όπως συμβαίνει πάντα και με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, δίπλα στα καλά και ακριβά «μαγαζιά» άνοιξαν και μερικά πολύ δεύτερα και φθηνότερα και ανταγωνιστικά έβγαλαν «κράχτες» στο λιμάνι, εκεί που αποβιβάζονταν οι ναύτες και πεζοναύτες όταν είχαν «έξοδο».

Κατ’ αναλογία με τις «σκύλες» και τους «σκύλους» της γέφυρας του Αγίου Διονυσίου τα δεύτερα μαγαζιά της Τρούμπας ονομάσθηκαν «σκυλάδικα» και οι καλλιτέχνιδες «σκυλούδες».