Ο αστικός μύθος στο ίδιο το νησί θέλει την Κύπρο να είναι σταθερά η πιο στρατιωτικοποιημένη χώρα του πλανήτη. Η πραγματικότητα, όσο κι αν λίγοι εκεί το γνωρίζουν, διαψεύδει μεν την πρωτιά, αλλά δεν απέχει πολύ. Σταθερά η Κύπρος περιλαμβάνεται στις δέκα πιο στρατιωτικοποιημένες χώρες του κόσμου. Μάλιστα, με βάση τον GMI, Global Militarization Index – Παγκόσμιο Δείκτη Στρατιωτικοποίησης στα ελληνικά, η Κύπρος κατάφερε να σκαρφαλώσει το 2020 στην τέταρτη θέση. Αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μια περιοχή ελαφρώς μεγαλύτερη από την Κρήτη, αντιλαμβάνεται και την έκταση του ζητήματος αυτού.

Η ιδιαιτερότητα της Κύπρου έναντι χωρών οι οποίες έχουν χειρότερη κατάταξη στον Δείκτη έγκειται στην ανομοιογένεια. Κάτι που σαφώς έχει να κάνει με τη στρατηγική γεωγραφική θέση του νησιού, δίπλα στη Μέση Ανατολή και σε μικρή απόσταση από τα πετρέλαια της περιοχής – αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η Λευκωσία βρίσκεται πιο κοντά στη Βαγδάτη, κατά 270 χλμ., από ό,τι στην Αθήνα – αλλά και την πρόσφατη και συνήθως δυσάρεστη Ιστορία. Εχει, πιο απλά, να κάνει με την ποικιλία της στρατιωτικής παρουσίας και ειδικά της ξένης, πέρα από τον όγκο της και τον ρόλο που διαδραματίζει εκεί. Οι δε πρόσφατες συζητήσεις για περαιτέρω αναβάθμιση αυτής της παρουσίας και στις δύο πλευρές του μοιρασμένου νησιού, το οποίο, όπως και πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη, χαρακτηρίζεται συχνά ως Αβύθιστο Αεροπλανοφόρο, οδηγεί αναπόφευκτα στον συλλογισμό: πόσες ακόμα βάσεις μπορεί να σηκώσουν η γη και η θάλασσα της Κύπρου; Κυρίως στη λογική ότι τα αεροπλανοφόρα του είδους, αν και δεν βυθίζονται, καταστρέφονται συχνά εξαιτίας των «αεροπλάνων» που κουβαλούν. Εκουσίως ή, όπως στην περίπτωση της Κύπρου, ακουσίως. Και αναλόγως ποιον ρωτάει κανείς.

Η βρετανική παρουσία

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν οι επίσημες βάσεις. Και αυτές είναι όλες ξένες και όλες βρετανικές. Αποχωρώντας από την Κύπρο, το 1960, το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε ολόκληρα τμήματα του νησιού, τα οποία είναι και κυρίαρχο έδαφος της Βρετανίας, με δικά τους δικαστήρια, αστυνομία κ.λπ. Καταλαμβάνουν έκταση περίπου 250 τετραγωνικών χιλιομέτρων, μαζί. Επιπρόσθετα, η βρετανική αεροπορία έχει κρατήσει και το υψηλότερο σημείο της Κύπρου στο Τρόοδος, στο οποίο και λειτουργεί το ισχυρότερο ραντάρ των Βρετανών, από το οποίο παρακολουθείται ολόκληρη η Μέση Ανατολή για λογαριασμό του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον, η οποία συγχρηματοδοτεί τη συντήρηση του κέντρου αυτού. Κατασκοπευτικά ραντάρ μεγάλης εμβέλειας υπάρχουν και στη Βάση Δεκέλειας ενώ στη Βάση Ακρωτηρίου σταθμεύει η Βασιλική Αεροπορία της Βρετανίας, για αυτό και το μεγάλο της αεροδρόμιο χρησιμοποιείται συχνά σε πολέμους στην περιοχή, χωρίς φυσικά να χρειάζεται η συγκατάθεση της Λευκωσίας.

Οι Γάλλοι στην Πάφο

Στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υπάρχουν κυρίως στρατόπεδα, όχι βάσεις. Στην τελευταία κατηγορία σημαντικότερη εξαίρεση αποτελεί η Βάση Ανδρέας Παπανδρέου κοντά στο Αεροδρόμιο της Πάφου. Η Βάση αυτή προσείλκυσε και προσελκύει ακόμα το ενδιαφέρον διαφόρων ξένων δυνάμεων κατά καιρούς, με τη Γαλλία να είναι η χώρα η οποία συνήψε τελικά συμφωνία με την Κύπρο για τη χρήση της βάσης, κυρίως για εκκένωση Γάλλων και άλλων Δυτικών από τη Μέση Ανατολή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Δεδομένου όμως ότι η συμφωνία αυτή είναι αμυντική και όχι ειδικά για ανθρωπιστικούς σκοπούς η Γαλλία δύναται να τη χρησιμοποιήσει και με άλλες αφορμές. Το ίδιο ισχύει και για τη Ναυτική Βάση Ζυγίου τα έργα αναβάθμισης της οποίας όμως δεν προχώρησαν λόγω διαφωνιών για την κάλυψη του κόστους. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά καιρούς και άλλες χώρες, όπως ο Καναδάς και η Γερμανία, χρησιμοποίησαν τη Βάση Ανδρέας Παπανδρέου κατόπιν συμφωνίας με τη Λευκωσία.

Τα ρωσικά πολεμικά πλοία

Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι και εκείνη της Ρωσίας, η οποία σε διάφορες στιγμές έχει ζητήσει από τη Λευκωσία συμφωνία για τον ελλιμενισμό πολεμικών πλοίων της στην Κύπρο. Η κίνηση αυτή είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις από τη Δύση και το ΝΑΤΟ, ειδικά τους Αμερικανούς και παρότι η Κύπρος δεν έβλεπε αρνητικά το θέμα, οι ψυχραιμότεροι είχαν υποδείξει ότι την προηγούμενη φορά που το νησί – επί Μακαρίου – επεχείρησε να παίξει στο παιχνίδι του ισοζυγίου στην περιοχή για να αποκομίσει κέρδη, οδηγήθηκε σε τραγικές περιπέτειες οι οποίες κατέληξαν στο 1974. Πολλοί στη Λευκωσία ανησυχούν από την εντεινόμενη προσέγγιση της Μόσχας με την Αγκυρα επηρεασμένοι από τις θεωρίες των λεγόμενων ευρασιατιστών στη Μόσχα και ειδικά όσων επηρεάζουν την πολιτική Πούτιν, με πρώτο βέβαια τον Αλεξάντερ Ντούγκιν.

Ο φόβος είναι μήπως η Μόσχα κάνει τελικά τη μεγάλη της στροφή σε σχέση με την Τουρκία και προχωρήσει σε κινήσεις αναβάθμισης των Κατεχομένων ως αντάλλαγμα και για στρατιωτικές διευκολύνσεις στα Κατεχόμενα. Κάτι τέτοιο όμως φαίνεται ιδιαίτερα απομακρυσμένο, χωρίς αυτό να μειώνει τον κίνδυνο από τη συνεχή αναβάθμιση των ελκυστικών και για τρίτους πλέον στρατιωτικών υποδομών της Τουρκίας στον κατεχόμενο Βορρά της Κύπρου. Μια αναβάθμιση η οποία άλλωστε στοχεύει και τις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.

Drones στα Κατεχόμενα

Το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου είναι ήδη μια απέραντη στρατιωτική βάση και οι πρόσφατες κινήσεις της Αγκυρας για μετατροπή του κατεχόμενου αεροδρομίου στο Λευκόνοικο σε μεγάλη βάση για πολεμικά drones Bayraktar TB2 έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση όχι μόνο της Λευκωσίας αλλά και γειτονικών κρατών, τα οποία αντιλαμβάνονται το εξαιρετικά σημαντικό για την Αγκυρα αμυντικό πλεονέκτημα που δημιουργεί αυτή η κίνηση. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και τα σχέδια της Τουρκίας να κατασκευάσει μεγάλη ναυτική βάση στο κατεχόμενο Μπογάζι, όπου υπάρχει ήδη ένα λιμάνι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Κατεχόμενα υπάρχουν ολόκληρες περιοχές τις οποίες ουδείς πλην του στρατού είναι σε θέση να πλησιάσει έστω. Σε πολλές από αυτές υπάρχουν υπόγειες στρατιωτικές εγκαταστάσεις με τεθωρακισμένα και άλλο στρατιωτικό υλικό. Υπολογίζεται ότι ο στρατός κατοχής πέρα από τις 34.000 στρατιώτες που διατηρεί στο νησί, έχει μεταφέρει 350 άρματα μάχης και άλλα 650 τεθωρακισμένα. Σε μια περιοχή με αυτό το μέγεθος αντιλαμβάνεται κανείς ποιον κίνδυνο εγκυμονεί αυτή η στρατιωτική παρουσία, πέρα από όλες τις άλλες βάσεις και εγκαταστάσεις. Το ερώτημα δε εάν η Κύπρος μπορεί να αντέξει και άλλες απαντάται ίσως με την κοινή λογική.