Ήταν 1981, όταν έγινε η κατάληψη σε διώροφο κτίριο της οδού Βαλτετσίου 42, στα Εξάρχεια.

Άτομα του ελευθεριακού χώρου πήγαν εκεί, για να ζήσουν μακριά από τα κοινωνικά στερεότυπα και την καταπίεση που επιβάλλουν.

Οι τοίχοι έγραφαν «να ξεφύγουμε από την μιζέρια του περιθώριου», «Φαντασία στη ζωή», «Λίγο γέλιο – αξίζει όσο χίλιες λέξεις».

Ζητούσαν στέγη για τους άστεγους, πλήρη απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, ανθρώπινες σχέσεις και εργασία που δεν γεννούσε καταπίεση.

Ο «μελωδικός μπαγάσας», Νικόλας Άσιμος ανεβαίνει μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά.

Ανεβαίνει χαμογελαστός ανεβαίνει την σκάλα της ουτοπίας.  Ανεβαίνει για να ζήσει μία έντονη ζωή, αλλά με τραγικό τέλος.

Το πρώτο σκαλοπάτι προς τη ζωή όμως το ανέβηκε σαν σήμερα το 1949, όταν και γεννήθηκε.

Ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι νέοι γνωρίζουν ακόμη τον αιρετικό, ιδιοφυή, ασυμβίβαστο καλλιτέχνη είναι επειδή δεν πούλησε ποτέ τη τέχνη του μέχρι και τα 38 του χρόνου, όταν αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του και να κρεμαστεί.

Δεν έμπλεξε ποτέ με δισκογραφικές εταιρίες, ενώ ηχογραφούσε τους δίσκους του σε σπίτια φίλων ή ακόμη και στον δρόμο.

Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές αράδες για αυτόν τον αντισυμβατικό καλλιτέχνη, ωστόσο αξίζει να παραθέσουμε όσα είχε γράψει ο ίδιος για τον εαυτό του στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκανθρώπους».

Κάποτε θα με κατανοήσεις

Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.

Αλλά δεν θάμαι πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.

Όσο υπήρχα με φοβόσουν.

Όσο υπήρχα δεν με άντεχες.

Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα στο ζητούσα.

Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.

Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με την φάτσα μου επάνω τυπωμένη.

Κι ας σου φαίνεται γέλιο.

Κι ας μου φαινόταν γελοίο

Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία. Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής μπορώ να καταγράφω και το θάνατο. Ενώ οι πιο πολλοί, που καταγράφουν τη ζωή στο θάνατό της, δεν το ξέρουν και τον νομίζουν αυτό ζωή».