Ο έξτρα διαμορφωμένος όροφος ψηλά στην οδό Αστυδάμαντος του Παγκρατίου, λουσμένος από το πλούσιο αττικό φως και με θέα την Αθήνα, αποτελεί για χρόνια την αετοφωλιά του Θανάση Βαλτινού. Εντός, διάσπαρτες στοίβες από χαρτιά και βιβλία είναι έτοιμα θαρρείς να υποδεχτούν ξανά ή για μια ύστατη φορά τις διορθώσεις του. Λίγες ασπρόμαυρες φωτογραφίες της νιότης, μια κούπα ελληνικού καφέ στο τραπέζι και η μυρωδιά του μεσημεριανού φαγητού σκορπίζουν μια αίσθηση αρκαδικής λιτότητας. Η ζέστη έχει πάρει το πάνω χέρι και ο Θανάσης Βαλτινός μάς υποδέχεται εγκάρδια, πλέοντας ταυτόχρονα στ’ ανοιχτά των σκέψεών του.

Είναι δύσκολο να συμπεριλάβεις μέσα σε λίγες ερωτήσεις πτυχές από τον βίο και την πολιτεία του μεγαλύτερου εν ζωή έλληνα πεζογράφου. Και τι να πρωτοδιατυπώσεις ακριβώς, όταν όλα έχουν ειπωθεί. Ή τουλάχιστον σχεδόν όλα. Πριν από κάθε απάντηση, η σκέψη του ακαδημαϊκού και συγγραφέα τριγύριζε στο ψωμοσάκουλο της μνήμης, αναλογιζόμενος πράξεις και πρόσωπα που διαμόρφωσαν την προσωπική του ιστορία. Στον εαυτό του θέτει ακόμη και σήμερα ερωτήματα, που περιμένουν μια, ίσως, απάντηση. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Οπως ο έρωτας» (Εστία) είναι ένα απάνθισμα σημαντικών συνεντεύξεων που έχει δώσει στον ημερήσιο και κυρίως περιοδικό Τύπο, μέσα στα χρόνια. Και με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε πτυχές της πολυκύμαντης σκέψης του Θανάση Βαλτινού, όπως διαμορφώνεται από και μέσα στη νεοελληνική ιστορία. Στην εξαιρετική αυτή έκδοση – που συνοδεύεται και από σπάνιο φωτογραφικό υλικό – μπορούμε να διακρίνουμε το λογοτεχνικό του έρμα, ενώ οι απαντήσεις του δίνουν ένα ξεκάθαρο στίγμα της λογοτεχνικής του πρόσληψης, που επεκτείνεται στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου διαχρονικά.

Ο πεζογράφος, διηγηματογράφος, σεναριογράφος και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Θανάσης Βαλτινός γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας τον Δεκέμβριο του 1932. Παρακολούθησε μαθήματα στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Παντείου και σπούδασε κινηματογράφο. Εμφανίστηκε ουσιαστικά στα γράμματα το 1963 με τη δημοσίευση του αφηγήματος «Η κάθοδος των εννιά» στο περιοδικό «Εποχές». Μετέφρασε τραγωδίες του Αισχύλου και του Ευριπίδη για το Θέατρο Τέχνης και τα Επιδαύρια. Εγραψε μεταξύ άλλων τα σενάρια: «Οι μέρες του ’36», «Ταξίδι στα Κύθηρα» (βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών), ενώ συμμετείχε και στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», όλα σε σκηνοθεσία Θόδωρου Αγγελόπουλου. Διατέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ, πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, ενώ του έχει απονεμηθεί ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως επίσης και το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων και Λογοτεχνίας από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, για το σύνολο του έργου του. Ενδεικτική εργογραφία: «Η κάθοδος των εννιά», «Το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη», «Ορθοκωστά», «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» (Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος), «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο», «Τρία ελληνικά μονόπρακτα», «Φτερά μπεκάτσας», «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», «Ανάπλους».

Πώς σας βρίσκουμε, τι σκέφτεστε αυτή την εποχή;

Τα πράγματα είναι παράξενα, σύμφωνα με τις ελάχιστες γνώσεις μας, όμως έχουν μια σαφήνεια παρ’ όλα αυτά. Ημασταν κλεισμένοι μέσα για μεγάλο διάστημα, δεν μπορούμε να πούμε και πολλά πέρα από τους δικούς μας τρόπους ο καθένας, που διαφέρουν από τους παραδεκτούς τρόπους της λογοτεχνίας. Μια ανορθόδοξη κατάσταση, το λιγότερο που μπορώ να πω.

Τι καταλάβαμε από την κατάσταση αυτή;

Δεν ξέρω αν καταλάβαμε κάτι. Είναι μια προσωπική απορία μου αυτή. Μπορεί κάποιοι να έχουν υποψιαστεί ίσως, όμως αυτό δεν έρχεται σε συμφωνία με τους περισσότερους. Προσωπικά διαφωνώ με τις απλουστευτικές ερμηνείες που ακούω δεξιά και αριστερά. Φοβάμαι ότι είναι δύσκολο να ανταποκριθούμε και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις και συμπεριφορές τουλάχιστον περίεργες.

Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η κοινωνική και πνευματική δυναμική του τόπου;

Νομίζω ότι δεν έχει μεγάλη διαφορά από το πώς διαμορφώνεται αυτή η νεοελληνική ιδιαιτερότητα, δεκαετίες τώρα. Θεωρώ πως αυτά που ζούμε κάνουν έναν ιδιόρρυθμο κύκλο, τα ζούσαμε πάντα, και είναι ένας τρόπος που ο Νεοέλληνας έχει μάθει έτσι να αντιμετωπίζει τις πολλές και άλυτες κρίσεις του βέβαια. Δηλαδή, το κακό θα περάσει κάποτε, θα το υποστούμε, θα το αγκαλιάσουμε, θα επαναστατήσουμε και λίγο, και αυτό είναι. Είναι πολλές φορές μια κατ’ ανάγκη διαμορφωμένη άποψη που έχει πολλές επιρροές. Δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο πάντα θα συμφωνούσα προσωπικά.

Πού δεν συμφωνείτε;

Στο όλο πράγμα. Από χρόνια οι Ελληνες έχουν εθιστεί ή, αν όχι, σίγουρα υποστεί αυτούς τους περιορισμούς, πολλές φορές και από ανούσιες αιτίες. Η πλειοψηφία υποστήριζε «θα περάσει κι αυτό», για να οδηγηθούμε εν συνεχεία σ’ έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο. Δεν νομίζω ότι σήμερα μπορούμε τα δούμε τα πράγματα «αριστερά – δεξιά» με τους παραδοσιακούς όρους που κυριάρχησαν στην Ελλάδα. Στο πολιτικό σκηνικό έχουν γίνει πολλά σφάλματα επί δεκαετίες. Ο κόσμος τα έχει αποδεχτεί, να μην πω και εμμέσως ενθαρρύνει. Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι ο Ελληνας τώρα ψάχνει κάτι διαφορετικό και προς ποια κατεύθυνση, πάντως περιμένει κάτι. Εχει γίνει μεγάλο μπέρδεμα.

Αν γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, υπήρχαν πρόσωπα που σας επηρέασαν;

Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιους. Βεβαίως υπήρξαν άνθρωποι που ήταν ζωντανά υποδείγματα για μένα. Θα ανέφερα χωρίς δεύτερη σκέψη τον Φίλιππο Ηλιού. Ενας άνθρωπος με ευρύτητα σκέψης, που δεν οριζόταν από σκοπούς, ένας γενναίος άνθρωπος. Ηταν κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς από το προσκήνιο, είχε το ατύχημα να ήταν πάντα αιρετικός. Ενας άλλος που θυμάμαι ήταν ο δάσκαλός μου στη Σπάρτη, που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Μονοδένδρι. Παρόλο που του πρόσφεραν τη δυνατότητα να επιλέξει την ελευθερία του, εκείνος αρνήθηκε. Φωτισμένος άνθρωπος.

Τι είναι λογοτεχνία για εσάς;

Λογοτεχνία είναι μια κατάσταση, μια πράξη θα έλεγα καλύτερα. Μια κατά βάθος αυθαιρεσία τού τι βλέπεις σε σχέση με πράγματα άλλα. Ενα σύνολο φαινομένων που έχουν βαθύτερες και ευρύτερες συνέπειες. Ο συγγραφέας καλείται, εάν μπορέσει τελικά, να τις αντιμετωπίσει με γενναιότητα. Αλλιώς… Εκείνο που με ώθησε στη γραφή ήταν ότι υπήρχαν πολλά βάσανα. Ο συγγραφέας το αναγνωρίζει αυτό από την αρχή, αυτή είναι η δουλειά του. Σε άλλη περίπτωση, ψεύδεται. Ο λογοτέχνης εξάλλου είναι οι μνήμες του, οι δυσκολίες που έχει απαντήσει στη ζωή του, τα τραύματα που κουβαλάει μέσα του.

Χρειαζόσαστε πάντα ένα ιστορικό πλαίσιο για να δουλέψετε. Πώς προέκυψε αυτό;

Δεν θα ήταν εύκολο να απαντήσω στην ολότητα του ερωτήματος. Η απάντηση που δίνω και στον εαυτό μου, χωρίς κανενός είδους χιούμορ, είναι «από τεμπελιά». Το οφείλω επίσης και στον δάσκαλό μου που σας είπα πριν, που τον εκτέλεσαν στο Μονοδένδρι. Με επηρέασε έμμεσα στο να κοιτάξω την Ιστορία. Η πράξη απόρριψης της ελευθερίας του, δηλαδή, έστεκε πέρα από τα τρέχοντα κοινωνικά όρια. Να φανταστείτε πως η Ιστορία, γενικά, τότε δεν με ενδιέφερε καθόλου. Σκεφτόμουν μόνο τα κρίσιμα ερωτήματα: τι κάνω εγώ εδώ, πώς θα ζήσω κ.λπ. Γι’ αυτό με επηρέασαν και οι αυτοδίδακτοι συγγραφείς, οι οποίοι μου έδειξαν πως μπορώ να κάνω αυτό που επιδιώκω και να το κάνω μόνο με αυτούς τους συγκεκριμένους τρόπους. Για μένα η γραφή δεν ήταν ταξίδι, όπως απαντούν πολλοί, αλλά μια επιτακτική αίσθηση εγρήγορσης. Γιατί αυτό και όχι εκείνο.

Πόσο σας έχει επηρεάσει ο τόπος σας στην αφήγησή σας;

Αντλούσα από τους απλούς ανθρώπους, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Θυμάμαι τη γιαγιά μου. Απλή γυναίκα και τα γράμματά της ήταν ελάχιστα. Ακολουθούσε έναν τρόπο ζωής που ήταν πέρα από τα καθιερωμένα. Και μιλούσε αναλόγως. Φώτιζε τα πράγματα αλλιώς. Ηταν ένας ζωντανός άνθρωπος. Αυτό ήταν μεγάλο μάθημα. Ανθρωποι αγράμματοι μας άφησαν μνημεία λόγου. Γιατί έγραφε π.χ. ο Μακρυγιάννης; Για να ξεπεράσει τη ρετσινιά. Ο συγγραφέας μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα και το καλύτερο είναι να μην το ξέρει. Δεν είναι απαραίτητο να ξεκινά τη ζωή του λέγοντας «θα γράψω λογοτεχνία».

Χρησιμοποιήσατε τη μαρτυρία στα έργα σας. Πώς λειτούργησε μέσα σας;

Η μαρτυρία ήταν ο δικός μου τρόπος να απαντήσω σε καίρια ερωτήματα που με έτρωγαν. Μέσα μου γεννιούνταν αμηχανίες. Μια συνεχής απορία: και τώρα τι κάνω εδώ; Ε, ξεκινούσα να το γράφω χωρίς να πολυσκέφτομαι. Ηταν μια κάποιου είδους απάντηση. Ετσι, ο τρόπος που έγραφα γεννήθηκε μέσα μου υποχρεωτικά. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αν και σας ομολογώ ότι δεν γεννήθηκε αυθόρμητα εντελώς. Δεν γράφεις στο χαρτί αυθόρμητα, όπως ακούω. Υπάρχουν διαδικασίες μεγάλες. Δεν γνωρίζει κανείς εάν κάτι που έχει ζήσει, που έχει υποστεί κατά κάποιο τρόπο, είναι η αρχή για μια απάντηση την οποία ψάχνει χωρίς να το ξέρει. Οπως για παράδειγμα όταν ήρθα πρώτη φορά στην Αθήνα, είδα πράγματα που δεν ήξερα πόσο με ενδιαφέρουν. Πολύ ή λίγο. Υπάρχουν πράγματα που παίρνουν χρόνο να ξεκαθαρίσουν μέσα σου. Δεν παίρνει αμέσως μια σαφήνεια αυτό που κυρίως θέλεις. Ξαφνιάζεσαι αρχικά και μετά αρχίζεις να σημειώνεις. Αυτό όμως και πάλι δεν απαντιέται, γιατί και το τι σημειώνεται μέσα σου δεν γνωρίζεις αν είναι αυθεντικό τελικά.

Τι ρόλο έπαιξε ο έρωτας στη ζωή σας;

Πολύ μεγάλο. Οχι μόνο με παρακίνησε, αλλά το πλήρωσα κιόλας. Ξέρετε, η επιθυμία είναι τα πάντα.

Μπόρεσε η λογοτεχνία μας να αντικρίσει τον Εμφύλιο στα μάτια;

Νομίζω πως δεν έχει αντιμετωπιστεί ο Εμφύλιος στις σωστές του διαστάσεις. Τον έχουν κάνει ένα ψευδεπίγραφο πράγμα. Διαχρονικά τον αντιμετώπισαν λανθασμένα. Χωρίς αλήθεια, δίχως γενναιότητα. Εγιναν λαθροχειρίες. Δυσκολευόμαστε να απαγκιστρωθούμε από αφόρητα κλισέ. Ο,τι έλεγαν τα κιτάπια. Για τον λαό, για το έθνος. Ποιο λαό, αναρωτιέμαι. Κακογράφτηκε η Ιστορία τότε. Ολα αυτά δεν έχουν σχέση με τον χειμαζόμενο άνθρωπο και τις πραγματικές ανυπέρβλητες δυσκολίες. Τα είχαμε συζητήσει όλα αυτά και με τον Στρατή Τσίρκα. Τότε ο Τσίρκας ήταν στην Ελλάδα όχι παράνομος, αλλά, πώς να το πω, χωρίς βίζα, χωρίς διπλωματικά χαρτιά. Μπορούσαν να τον διώξουν οποιαδήποτε στιγμή. Απέφευγε να ανακατεύεται, τους έμπαινε στο ρουθούνι έτσι κι αλλιώς, αλλά σκέφτονταν τι θα πει ο κόσμος έτσι και τον έδιωχναν.

Τι σας κάνει να ελπίζετε περισσότερο;

Οτι θα μπορέσω να ζήσω με τον τρόπο που εγώ κρίνω πως είναι άξιος να ζήσει κανείς. Κι επειδή αυτό είναι μεγάλη κουβέντα, θα έλεγα πως θέλω να ζήσω για να κάνω ορισμένα πράγματα που ίσως φαίνονται συγκεχυμένα, αλλά υπάρχουν. Από μικρός είχα άλλα όνειρα από τον στενό μου οικογενειακό περίγυρο. Τώρα είναι δύσκολο να πω τι ακριβώς, γιατί θα φανούν μεγάλα λόγια. Ευτυχώς οι γονείς μου δεν παρενέβησαν δραστικά για να με αποτρέψουν. Τους το χρωστάω μ’ έναν τρόπο αυτό.

Μπορείτε να θυμηθείτε πώς νιώσατε όταν είδατε τυπωμένο το πρώτο σας βιβλίο;

Είναι δύσκολο να πω με ακρίβεια, αλλά θυμάμαι πως ένιωσα λίγο σαν μεταπράτης. Δεν είναι κακό να το αισθάνεται κανείς αυτό, κακό είναι να διπλωθείς εκεί μέσα και να αναλωθείς. Μην ξεχνάτε ότι πάντοτε εικάζουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Δεν το γνωρίζουμε σε όλο του το εύρος.

Διακόσια χρόνια από την Επανάσταση, τι έχει μείνει σήμερα;

Αναρωτιέμαι…