Πρώτα τα γεγονότα. Την περασμένη Παρασκευή, ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε παράσταση «δημοκρατικής ευθιξίας» στη Βουλή, απαιτώντας να μιλήσει εκτός διαδικασίας, ως Αρχηγός της Αντιπολίτευσης.

Πέραν του ότι η διαδικασία είχε λήξει επισήμως, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε δικαίωμα να μιλήσει βάσει του Κανονισμού. Η συνεδρίαση της Παρασκευής είναι πάντα για επίκαιρες ερωτήσεις, στις οποίες μιλούν «αποκλειστικά» (τονίζεται στον Κανονισμό) οι βουλευτές. Οι αρχηγοί δεν μπορούν να μιλήσουν ποτέ. Eτσι ήταν πάντα.

Και επειδή ο Τσίπρας το είχε ξανακάνει (λόγω γενναιοφροσύνης του προεδρεύοντος Ν. Κακλαμάνη…), είχε συμφωνηθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων ότι η εξαίρεση δεν επρόκειτο να επαναληφθεί. Εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, το είχε συμφωνήσει η Oλγα Γεροβασίλη. Γι’ αυτό και ήταν τόσο περίεργο, την περασμένη Παρασκευή, να βλέπεις τον Τσίπρα να καταπατά τη συμφωνία και να απαιτεί να μιλήσει, ενώ δίπλα του – άφωνη – καθόταν η κ. Γεροβασίλη.

Πώς το λες αυτό; Πώς περιγράφεται τέτοια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά; Hταν ένα βίαιο ξέσπασμα συσσωρευμένων νεύρων – ένα tantrum, που λένε οι αγγλόφωνοι. Hταν επιπλέον μία επίδειξη κοινοβουλευτικού ακτιβισμού: το αντίστοιχο του «μαζευόμαστε όλοι στην πλατεία και φωνάζουμε!», αλλά σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Αυτό, δηλαδή, που κάνει μονίμως ο Πολάκης, αλλά στην πολυτελή εκδοχή από τον Τσίπρα.

Αυτό που ουσιαστικά επιχείρησε ο Τσίπρας ήταν να δημιουργήσει, διά του τσαμπουκά, το προηγούμενο, ώστε κάθε Παρασκευή να έχει το ελεύθερο να ανεβάζει στη Βουλή ένα μονόπρακτο δικό του. Εκφυλισμός της κοινοβουλευτικής διαδικασίας στα μέτρα του φοιτητικού αμφιθεάτρου.

Η προφανής αιτία του ακτιβισμού του είναι να εκτονώσει προς τα έξω, κατά του αντιπάλου, την εσωτερική πίεση που στρέφεται πάνω του. Κάθε μέρα, όλο και κάποιος θα πεταχτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ για να αμφισβητήσει τις επιλογές του αρχηγού. Αυτούς πρέπει να τους συσπειρώσει και να τους απασχολήσει. Η αντισυστημική κατρακύλα είναι ο ευκολότερος δρόμος (ο κατηφορικός) για να το πετύχει, εξού η μεταφορά του ακτιβισμού από την πλατεία στη Βουλή.

Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ, με την παράσταση της Παρασκευής, υποχωρεί στην ασφάλεια του αντισυστημικού, προκυβερνητικού, παρελθόντος του μας το επιβεβαιώνει ο κατ’ εξοχήν ειδικός: ο Βαρουφάκης. Παρότι ο Βαρουφάκης είναι στα μαχαίρια με τον ΣΥΡΙΖΑ, έσπευσε με αξιοσημείωτη γενναιοδωρία να υπερασπιστεί τον Τσίπρα, μετά την απόρριψη της απαίτησής του από τον Πρόεδρο της Βουλής. Λογικό, αφού τίποτε άλλο δεν δικαιώνει περισσότερο τον Βαρουφάκη όσο να βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να τον ακολουθεί (και πάλι) στον demi-monde της αντισυστημικής παλαβομάρας.

Δεν αποκλείω καθόλου το κίνητρο της καλλιτεχνικής έκφρασης. Να έδωσε, δηλαδή, την παράσταση ο Τσίπρας για να εκφράσει «το μέσα του». Μετά την πρόσφατη ανάρτησή του, σχετικά με την αγάπη του για «τα μεγάλα πυκνά σύννεφα του Ιούνη, που παίρνουν μαζί τους τη βροχή», έχουμε υποχρέωση να λαμβάνουμε υπόψη το καλλιτεχνικό υπόβαθρο των αποφάσεων του Αρχηγού της Αντιπολίτευσης.

Εχει σημασία, επίσης, το θέμα που είχε επιλέξει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για το μονόπρακτό του: τα χρέη της ΝΔ στις τράπεζες. Ιδεώδες για να ανοίξει ρήγματα, τόσο στη σχέση της κυβέρνησης με την κοινωνία όσο και στο εσωτερικό της ΝΔ. Το πρώτο είναι εύλογο – ο κόσμος πάντα θυμώνει με τα δάνεια των κομμάτων και σωστά κάνει. Γιατί όμως η ανακίνηση του θέματος να απειλεί την ενότητα στο εσωτερικό του κόμματος; Επειδή στο βάθος υπάρχει ένα ενδιαφέρον παράδοξο.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εκείνος που αντιμετώπισε και διευθέτησε το ζήτημα του χρέους. Με πρωτοβουλία του μάλιστα απαγορεύθηκε ο δανεισμός βάσει καταστατικού. Εκείνο που δεν είπε ποτέ, όμως, είναι ότι ο κύριος όγκος του χρέους σωρεύθηκε επί Κώστα Καραμανλή του Ακάματου. Γι’ αυτό η ενότητα είναι ευάλωτη στο συγκεκριμένο σημείο: το πτώμα στο ντουλάπι δεν έγινε ακόμη σκελετός.

Με την ευκαιρία, εντύπωση μου κάνει πώς γίνεται εκλεκτοί δημοσιογράφοι της λαϊκής ή Νεοκαραμανλικής Δεξιάς να συμπλέουν με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα αυτό. Είτε αγνοούν τις ευθύνες του ινδάλματός τους στη χρεοκοπία είτε δεν έχουν καμία αίσθηση της ειρωνείας…