Η μεγάλη καταστροφή στη Μόρια οδήγησε σε ένα κύμα δηλώσεων συμπαράστασης και αλληλεγγύης προς την Ελλάδα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ωστόσο, μια παράμετρος στην οποία συχνά δεν δίνουμε όση σημασία πρέπει είναι ότι η Μόρια είναι ένα ευρωπαϊκό δημιούργημα.

Γιατί εάν δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη ευρωπαϊκή πολιτική για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, αυτή που συμπυκνώθηκε στην Κοινή Δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας και εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια, δεν θα υπήρχε αυτή η κατάσταση στη Μόρια. Ούτε θα είχαμε αυτές τις συνθήκες, εάν δεν υπήρχε, ρητά ή άρρητα, η παραδοχή ότι πρέπει οι αιτούντες άσυλο να αντιμετωπίζουν  άθλιες συνθήκες στα σημεία εισόδου, ώστε αυτό να τους αποτρέπει από το να δοκιμάζουν να φτάσουν στην Ευρώπη.

Από τη συμφωνία ΕΕ και Τουρκίας στην κατάσταση στη Μόρια

Η Μόρια φτιάχτηκε το 2013. Ο στόχος ήταν να αποτελέσει ένα κέντρο ταυτοποίησης της ελληνικής αστυνομίας, δηλαδή ένας χώρος που να διαχειρίζεται τις αφίξεις των αιτούντων άσυλο, να τους ταυτοποιεί, να καταθέτουν αυτοί το αίτημά τους. Δεν φτιάχτηκε ως κλειστό κέντρο κράτησης, αλλά ως προσωρινός χώρος φιλοξενίας μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες. Παρότι η λογική ότι οι αιτούντες άσυλο δεν έπρεπε να συναντούν πολύ καλές συνθήκες υπήρχε από καιρό, δεν θεωρείτο δεδομένο ότι αυτό σήμαινε εγκλωβισμό στα σημεία εισόδου και δη στο διηνεκές.

Αυτό φάνηκε και στο μεγάλο κύμα προσφύγων το 2015. Σε εκείνη τη φάση εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, οι περισσότεροι από τη Λέσβο. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν προς την ηπειρωτική Ελλάδα και πέρασαν προς τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη.

Άλλωστε, εκείνη την περίοδο σε χώρες όπως η Γερμανία υπήρχε η αντίληψη ότι η Ευρώπη έπρεπε να υποδεχτεί τους ανθρώπους που ήθελαν να αποφύγουν τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία.

Όμως, μετά η πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών άλλαξε. Μια σειρά από χώρες, ξεκινώντας από κεντροευρωπαϊκές χώρες όπως η Ουγγαρία και η Αυστρία άρχισαν να αρνούνται να υποδεχτούν στο έδαφος του πρόσφυγες, ενώ αυτό οδήγησε και στο να κλείσει ο «βαλκανικός διάδρομος» αφού σταδιακά έκλεισαν τα σύνορα και αυτό σήμαινε ότι ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων και αιτούντων άσυλο εγκλωβίστηκε στην ελληνική επικράτεια.

Τότε ήταν που υπήρξε η συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία, πιο σωστά η κοινή δήλωση, που έκτοτε αποτελεί τη βάση της πολιτικής της ΕΕ για το προσφυγικό.

Ο πυρήνας της συμφωνίας αυτής ήταν η προσπάθεια να σταματήσει το πέρασμα προσφύγων στην Ευρώπη, ήταν δηλαδή τμήμα μιας πολιτικής για μια «Ευρώπη-Φρούριο». Ο στόχος ήταν η Τουρκία να παρεμποδίζει την αναχώρηση προσφύγων από τα τουρκικά παράλια και η Ευρώπη να τους επιστρέφει πίσω στην Τουρκία, εάν κατάφερναν να φτάσουν στα ελληνικά νησιά. Εκεί υπήρχε και η περίφημη πρόβλεψη ότι για κάθε πρόσφυγα που θα επαναπροωθείτο στην Τουρκία, ένας πρόσφυγας εγκατεστημένος στην Τουρκία θα μετέβαινε στην Ευρώπη.

Το κλειδί αυτής της συμφωνίας ήταν οι αιτούντες άσυλο να παραμένουν στα ελληνικά νησιά. Για την ακρίβεια οι προβλέψεις της συμφωνίας ήταν ότι θα παρέμεναν στα νησιά και δεν θα μετακινούνταν στην ελληνική ενδοχώρα.

Δηλαδή, η συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία ήταν ότι οι αιτούντες άσυλο θα παρέμεναν εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα θα παρέμεναν εγκλωβισμένοι στα ελληνικά νησιά, μέχρις ότου επιστρέψουν πίσω.

Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας στροφής στην πολιτική των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που ουσιαστικά αποδέχτηκαν την πολιτική της ακροδεξιάς και αποφάσισαν ότι θα σταματούσαν να δέχονται αιτούντες άσυλο, ή έστω θα περιόριζαν με κάθε τρόπο τη δυνατότητά τους να φτάσουν.

Η Ευρώπη ήθελε τη Μόρια

Η δημιουργία του ΚΥΤ Μόριας, πιο σωστά η μετατροπή ενός κέντρου ταυτοποίησης σχεδιασμένου να φιλοξενεί μέχρι 3.000 ανθρώπους σε ένα μεγάλο καμπ όπου σε μια πολύ μικρή έκταση κάποια στιγμή βρέθηκαν να φιλοξενούνται κοντά 20.000 άνθρωποι, δεν ήταν απλώς ένα αποτέλεσμα του ευρωπαϊκού σχεδιασμού. Ήταν στην πραγματικότητα τμήμα του σχεδιασμού.

Ο λόγος είναι ότι μπορεί η Ευρώπη να μην έφτιαξε εκφοβιστικές αφίσες όπως έκανε κάποια στιγμή η Αυστραλία, αλλά στην πραγματικότητα και αυτή ήθελε να αποθαρρύνει και να αποτρέψει την άφιξη μεταναστών. Και σε αυτό το πλαίσιο θεωρήθηκε ότι έπρεπε να στέλνονται δύο μηνύματα: Το πρώτο ήταν ότι ακόμη και εάν κάποιος έφτανε στο ευρωπαϊκό έδαφος δεν ήταν καθόλου δεδομένο ότι θα έπαιρνε άσυλο και το δεύτερο ήταν ότι θα συναντούσε κακές συνθήκες και φιλοξενία σε κέντρα τύπου Μόριας.

Να το πούμε απλά: οι ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως αυτές που θεωρούνται βασικοί προορισμοί των αιτούντων άσυλο, «βολεύονταν» στο να υπάρχει η Μόρια, στο βαθμό που ήταν τμήμα της στρατηγικής του «φραγμού» στις αφίξεις προσφύγων.

Γι’ αυτό και δεν είχαν πρόβλημα να χορηγούν μεγάλα ποσά για το κόστος λειτουργίας τέτοιων κέντρων, αλλά καμία διάθεση να δεχτούν μεγαλύτερους αριθμούς αιτούντων άσυλο στο έδαφός τους, παρότι αυτό θα αποτελούσε και την μόνη απάντηση που θα ήταν ταυτόχρονα συμβατή με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο αλλά και βιώσιμη.

Το αποτέλεσμα ήταν όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις όποιες μετακινήσεις γίνονταν προς την Ευρώπη, μέσα από χορηγήσεις ασύλου και επανενώσεις οικογενειών, πάντα να διατηρείται ένας μεγάλος συγκριτικά αριθμός ανθρώπων στα ελληνικά νησιά.

Σε αυτό συντελούσε και ο τρόπος που όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και συνολικά η ΕΕ στην πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια έχουν προσπαθήσει εμμέσως να περιορίσουν την ίδια την έννοια του πρόσφυγα. Ολόκληρες κατηγορίες αιτούντων άσυλο θεωρούνται ότι προέρχονται από «ασφαλείς χώρες», ενώ ακόμη και για το Αφγανιστάν οι κατεύθυνση είναι ότι δεν πληρούν όλοι τα κριτήρια. Εξ ου και η επαναλαμβανόμενη αναφορά στη δημόσια σφαίρα ότι «δεν έχουν όλοι προσφυγικό προφίλ».

Υπήρχε άλλος δρόμος πέραν του κυνισμού;

Προφανώς και το γεγονός ότι η Ευρώπη έστω και σιωπηρά επικροτούσε, για λόγους κυνικού πολιτικού υπολογισμού την κατάσταση στη Μόρια, δεν μειώνει τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, που ούτε διαμόρφωσαν στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ούτε φρόντισαν για διαρκή αποσυμφόρηση, ούτε πίεζαν την ΕΕ για αλλαγή ενός απαράδεκτου καθεστώτος. Ούτε βέβαια μειώνει τη σημασία που είχε η τρέχουσα επιλογή για κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα στα νησιά που ενείχε τον κίνδυνο να οδηγήσει και πάλι σε ανάλογες συνθήκες που και πάλι θα προσέβαλαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Όμως, το πρόβλημα παρέμενε. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση που ακούστηκε συχνά τις τελευταίες μέρες: η πραγματική τραγωδία δεν ήταν η καταστροφή του ΚΥΤ στη Μόρια, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι είχε υπάρξει.

Και το πρόβλημα είναι ότι σε αντίθεση με την ρητορική που έρχεται από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες άλλος δρόμος υπήρχε. Παρά τα όσα κατά καιρούς γράφονται, η Ευρώπη ούτε εισβολή αντιμετώπισε, ούτε απειλή. Οι προσφυγικές ροές μπορεί να έχουν αυξηθεί, αλλά στο παρελθόν έχουν φτάσει στη Δυτική Ευρώπη μεγαλύτεροι αριθμοί μεταναστών και προσφύγων. Εάν γινόταν σεβαστό το δικαίωμα των αιτούντων άσυλο για ασφαλή διέλευση προς τις χώρες προορισμού τους, δεν θα είχαμε ζητήματα εγκλωβισμού στις χώρες εισόδου. Μια πολιτική συνεργασίας για την κατανομή των προσφυγικών ροών στις ευρωπαϊκές χώρες σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν «άνισα βάση». Μια στρατηγική ενσωμάτωσης θα απέτρεπε κινδύνους περιθωριοποίησης. Και βέβαια μια κοινή προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν οι αιτίες που γεννούν τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, η φτώχεια, η εξαθλίωση και οι πολεμικές συγκρούσεις θα αντιμετώπιζε μια σημαντική πλευρά του ζητήματος.