Η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου αναδεικνύει τις επιπτώσεις της παγκόσμιας ύφεσης αλλά και τάσεις της αγοράς ενέργειας που προϋπήρχαν της πανδημίας, την ώρα που μπορεί να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση αρκετών οικονομιών

Το Κάσινγκ είναι μια άγνωστη στους περισσότερους πόλη στην Πολιτεία της Οκλαχόμα, με περίπου 8.000 κατοίκους. Ομως, για την παγκόσμια αγορά ενέργειας αποτελεί σημείο αναφοράς. Εκεί συναντιούνται οι περισσότεροι αγωγοί αργού πετρελαίου της Ηνωμένων Πολιτειών και εκεί βρίσκονται δεξαμενές με μέγιστη χωρητικότητα 76 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου στις οποίες την περασμένη Παρασκευή ήδη είχαν αποθηκευμένα 59,5 εκατομμύρια βαρέλια με την υπόλοιπη χωρητικότητα να έχει διατεθεί για φορτία που αναμένονταν. Ο λόγος πάρα πολύ απλός: παράγεται πετρέλαιο που απλώς αποθηκεύεται.

Το Κάσινγκ είναι γνωστό και για έναν άλλο λόγο: με βάση τις τιμές παράδοσης εκεί διαμορφώνεται μία από τις βασικές τιμές αναφοράς για το πετρέλαιο: η τιμή West Texas Intermediate (WTI) – η άλλη βασική είναι το Brent. Στις 20 Απριλίου τα συμβόλαια παράδοσης Μαΐου διαπραγματεύονταν σε αρνητικές τιμές, φτάνοντας σε ορισμένες στιγμές της διαπραγμάτευσης τα -37,63 δολάρια ανά βαρέλι. Μικρή σημασία έχει ότι η εμφάνιση αρνητικών τιμών σε ορισμένα υπό διαπραγμάτευση συμβόλαια ήταν και ένα «τεχνικό» θέμα που είχε να κάνει με την επικείμενη ημερομηνία λήξης της διαπραγμάτευσης τέτοιων συμβολαίων για τον Μάιο, στοιχείο που εν μέσω έλλειψης αγοραστών οδηγούσε ακόμη και σε αρνητικές τιμές. Ο συμβολισμός μιας τόσο μεγάλης υποχώρησης της ζήτησης που σήμαινε ότι οι παραγωγοί ήταν έτοιμοι ακόμη και να πληρώσουν για να διαθέσουν την παραγωγή τους ήταν παραπάνω από έντονος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κερδισμένοι και χαμένοι στην Ελλάδα από το κραχ στο πετρέλαιο

Πετρέλαιο : Βαρίδι το αμερικανικό αργό και για το μπρεντ

Γεωπολιτική και πετρέλαιο

Πάντως ακόμη και εάν προσπεράσουμε τα συμβόλαια του Μαΐου, με τις ιδιαιτερότητές τους, και τα συμβόλαια παράδοσης Ιουνίου υποχώρησαν, πέφτοντας κάτω από τα 20 δολάρια ανά βαρέλι. Στις 21 Απριλίου το Brent υποχώρησε στα 18,41 δολάρια ανά βαρέλι, η χαμηλότερη τιμή από το 1999, και το WTI στα 11,07 δολάρια ανά βαρέλι, η χαμηλότερη τιμή εδώ και 21 χρόνια. Αντίθετα, συμβόλαια για μεταγενέστερες ημερομηνίες, όπως του Νοεμβρίου, διατηρήθηκαν σε πιο υψηλές τιμές, με τους επενδυτές να ποντάρουν σε αύξηση της ζήτησης μέχρι τότε, αν και ακόμη και αυτές οι τιμές είναι χαμηλότερες από τις περσινές.

Η παγκόσμια ύφεση και η πτώση των τιμών

Η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα που δείχνουν τη βαθιά κρίση στην οποία έχει περιέλθει η παγκόσμια οικονομία εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.

Οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και της εμπορικής δραστηριότητας, άρα και της κατανάλωσης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των υγρών καυσίμων. Οι άνθρωποι δεν κινούν τα αυτοκίνητά τους εφόσον υπάρχουν περιορισμοί στην κυκλοφορία και πρέπει να «μείνουν σπίτι». Μεγάλο μέρος του παγκόσμιου αεροπορικού επιβατικού στόλου είναι καθηλωμένο. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μόνο η μείωση της χρήσης των αυτοκινήτων στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε μείωση κατά σχεδόν 5% της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου.

Η υποχώρηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου έχει οδηγήσει και στον περιορισμό του διαθέσιμου αποθηκευτικού χώρου που με τη σειρά του επιτείνει τη μείωση της ζήτησης. Ακόμη και αγοραστές που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις χαμηλές τιμές και να διαμορφώσουν στοκ που θα ήλπιζαν να πουλήσουν σε επόμενη φάση σε υψηλότερη τιμή, διαπιστώνουν ότι δεν έχουν πού να αποθηκεύσουν το πετρέλαιο, κάτι που θεωρείται ότι ήταν και μία από τις αιτίες που οδήγησαν στα κατάρρευση των τιμών για τα συμβόλαια Μαΐου.

Γι’ αυτό και ολοένα και περισσότεροι καταφεύγουν στη χρήση δεξαμενόπλοιων ως αποθηκευτικών χώρων.  Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν εκτιναχθεί οι ναύλοι για σουπερτάνκερ κατηγορίας VLCC που μπορούν να αποθηκεύσουν ακόμη και δύο εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου το καθένα. Αναλυτές της ναυτιλιακής αγοράς εκτιμούν ότι ακόμη και το ένα τρίτο του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αποθηκευτικός χώρος.

Ολα αυτά έχουν να κάνουν και με τους ευρύτερους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς στην ενεργειακή αγορά. Τα προηγούμενα χρόνια η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία μέσα στο πλαίσιο του OPEC+, που περιλαμβάνει τις χώρες – μέλη του οργανισμού και χώρες που δεν συμμετέχουν, είχαν καταφέρει μέσα από συντονισμένες μειώσεις της παραγωγής να συγκρατήσουν τις τιμές στα 50-80 δολάρια το βαρέλι. Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι αμερικανοί παραγωγοί συνέχιζαν να αυξάνουν την παραγωγή και να αποσπούν μερίδιο αγοράς. Η απάντηση ήρθε με την απόφαση της Ρωσίας να απορρίψει στις αρχές Μαρτίου τις εκκλήσεις για μείωση της παραγωγής και λίγο μετά την ανάλογη απόφαση της Σαουδικής Αραβίας.

Μπροστά στον κίνδυνο μιας κατάρρευσης τιμών και με ήδη έντονα τα σημάδια υποχώρησης της ζήτησης υπήρξε τελικά σε επίπεδο OPEC+ μια φαινομενικά ιστορική συμφωνία για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής κατά 9,7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Ομως, δεν ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την κατάρρευση των τιμών εξαιτίας της συνεχιζόμενης μείωσης της ζήτησης.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου τον Απρίλιο υποχώρησε κατά 29 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σε σχέση με ένα χρόνο πριν, το χαμηλότερο επίπεδο ζήτησης από το 1995. Η IEA εκτιμά ότι η μείωση της ζήτησης για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα κυμανθεί τελικά στα 23,1 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα και σε ετήσια βάση θα είναι 9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Αντίστοιχα η ΙΕΑ εκτιμά ότι η παγκόσμια διύλιση θα πέσει κατά μέσο όρο το 2020 κατά 7,6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα και τα διυλιστήρια αναμένεται ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα απορροφούν κατά μέσο όσο 16 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο λιγότερα.

Ολα αυτά δείχνουν ότι οι διεθνείς αγορές ενέργειας προεξοφλούν μια παρατεταμένη μείωση της ζήτησης και μια υποχώρηση των τιμών ακόμη και με αυτές τις μειώσεις της παραγωγής.

Κερδισµένοι και χαµένοι

Μέσα σε αυτό το τοπίο κάποιοι είναι κερδισμένοι και κάποιοι χαμένοι.

Ως έναν βαθμό στους κερδισμένους συγκαταλέγεται και η Κίνα, μια χώρα που κατεξοχήν εξαρτάται από μεγάλες εισαγωγές για να καλύψει τις ανάγκες της σε ενέργεια. Παρότι η Κίνα κατέγραψε στο πρώτο τρίμηνο του 2020 τη χειρότερη οικονομική της επίδοση από το 1992  (που συνέπεσε με το ξέσπασμα της επιδημίας του νέου κορωνοϊού), με μία υποχώρηση -6,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο την προηγούμενη χρονιά, οι εισαγωγές πετρελαίου της αυξήθηκαν όλη αυτή την περίοδο. Είναι προφανές ότι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο εκμεταλλεύεται τις χαμηλές τιμές για να αυξήσει τα αποθέματά του.

Στους χαμένους αντίθετα αναμένεται να βρεθούν οι αμερικανοί παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου. Παρότι μπόρεσαν τα προηγούμενα χρόνια να μειώσουν σημαντικά το κόστος παραγωγής τους στα 45 δολάρια ανά βαρέλι, θα συναντήσουν μεγάλα προβλήματα σε μια αγορά όπου το πετρέλαιο κινείται κάτω από τα 30 δολάρια ανά βαρέλι ή και πιο χαμηλά. Την ίδια ώρα ο κλάδος αυτός στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα υπερχρεωμένος, με συνολικό κόστος 200 δισεκατομμύρια και ένα μεγάλο μέρος των ομολόγων που έχουν εκδώσει ενεργειακές εταιρείες αναμένεται να υποβαθμιστεί. Εξού και η προσπάθεια του προέδρου Τραμπ να εξασφαλίσει μεγάλες επιδοτήσεις για τον κλάδο πετρελαίου και χαλάρωση των περιβαλλοντικών κανονισμών, κάτι που εκτιμάται ότι θα ενισχύει τη θέση των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου.

Στους χαμένους, όμως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι και χώρες που στηρίζονται κατεξοχήν στις εξαγωγές πετρελαίου όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία. Παρότι έχουν πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής (περίπου 4 και 10 δολάρια ανά βαρέλι αντίστοιχα) οι χαμηλές τιμές θα μειώσουν σημαντικά τα κρατικά έσοδα, αν και έχουν γενικά χαμηλά επίπεδα χρέους, οπότε θα μπορέσουν να αντέξουν τη συγκυριακά υποχώρηση. Χειρότερη θα είναι η κατάσταση σε φτωχότερες χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές πετρελαίου όπως είναι η Νιγηρία, το Ιράκ, η Βενεζουέλα ή το Ιράν, οι δύο τελευταίες αντιμετώπιζαν ούτως ή άλλως και το πρόβλημα των αμερικανικών κυρώσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ