Ούτε αυτή τη φορά οι δημοσκοπήσεις έπεσαν έξω. Ίσως και γιατί είχε προηγηθεί μια μεγάλη εκλογική μάχη, αυτή των ευρωεκλογών που είχε δείξει με σαφήνεια τάσεις στο εκλογικό σώμα που δύσκολα θα αντιστρέφονταν μέσα σε έναν μήνα.

Ξεκάθαρη νίκη της ΝΔ

Η ΝΔ επιτυγχάνει μια μεγάλη πολιτική νίκη. Τόσο το exit poll όσο και η αρχική εκτίμηση δείχνουν να παίρνει ένα ποσοστό που ακόμη και εάν δεν περνάει το συμβολικό όριο του 40% σίγουρα είναι ένα ποσοστό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και της δίνει εντολή να κυβερνήσει.

Η εκλογική νίκη έρχεται ύστερα από την κατάκτηση 12 εκ των 13 Περιφερειών της χώρας και σηματοδοτεί μια συνολικότερη πολιτική κατίσχυση της ΝΔ, κάνοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναν πρωθυπουργό που ξεκινά έχοντας μια ισχυρή και καθαρή εντολή.

Η αυτοδυναμία σημαίνει ότι δεν χρειάζεται ούτε συνεργασία ούτε νέα προσφυγή στις κάλπες. Στο βαθμό που έχει τη δυνατότητα μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης να αποδεσμεύσει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από την προσφυγή στις κάλπες είναι σαφές ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τη διακυβέρνηση με προοπτικές τετραετίας.

Τα προγνωστικά για τις έδρες δεν δείχνουν εφικτή την αλλαγή του εκλογικού νόμου με την πλειοψηφία που θα επέτρεπε την εφαρμογή του από τις επόμενες εκλογές (δηλαδή 200 έδρες), όμως υπάρχει μια πιθανότητα να υπάρξουν πλειοψηφίες των 180 για πλευρές της συνταγματικής αναθεώρησης.

ΣΥΡΙΖΑ: πολιτική ήττα αλλά κατοχύρωση στον προοδευτικό χώρο

Ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται μια σαφή πολιτική ήττα, καθώς χάνει την κυβερνητική εξουσία. Όπως δείχνει ξεπερνάει το όριο του 31% και άρα να επιτυγχάνει μια σημαντική συσπείρωση ψηφοφόρων μέσα στην προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα αποφεύγει να έχει διψήφια διαφορά από τη ΝΔ. Όλα αυτά δείχνουν σημαντική πολιτική αντοχή. Επιπλέον, ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει αδιαμφισβήτητος ηγέτης του χώρου, ιδίως από τη στιγμή που κατεξοχήν έδωσε τη μάχη των εκλογών, σε αντίθεση με άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που κυρίως επιδόθηκαν στη «μάχη του σταυρού».

Είναι σαφές ότι κατοχυρώνεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μπορεί να διεκδικήσει να είναι ο βασικός εκπρόσωπος ενός ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου, που ήταν μια στρατηγική επιδίωξη του Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο αυτή η διαδικασία θα απαιτήσει και ανασυγκρότηση και αναμέτρηση με τα προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας.

Ο νέος δικομματισμός

Τα αποτελέσματα κατοχυρώνουν ότι διαμορφώνεται ένας νέος δικομματισμός. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν αθροιστικά ένα ποσοστό λίγο πάνω από 70%, που είναι διόλου ευκαταφρόνητο, εάν αναλογιστούμε το βαθμό ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού στην μνημονιακή περίοδο.

Είναι σαφές ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσουν τους δύο βασικούς πολιτικούς πόλους σε μια πόλωση ανάμεσα στην κεντροδεξιά και ουσιαστικά μια νέα κεντροαριστεράς, δεδομένης και της ρητής αναφοράς του ΣΥΡΙΖΑ σε μια αντίληψη «προοδευτικής παράταξης».

Τα υπόλοιπα κόμματα αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να αμφισβητήσουν αυτό το νέο δικομματισμό και άρα βρίσκονται αντιμέτωπα με πολιτικά ερωτήματα ως προς το εάν θα κινηθούν προς τον έναν ή τον άλλο πόλο.

Τα μικρότερα κόμματα

Το ΚΙΝΑΛ δείχνει να επιτυγχάνει μια άνοδο σε ποσοστό σε σχέση με τις ευρωεκλογές. Αυτό εκτός των άλλων σημαίνει ότι λογική δεν θα υπάρξουν και άμεσες σκέψεις αμφισβήτησης της κ. Φώφης Γεννηματά που όρισε με αρκετές επιλογές της το πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν παύει να σηματοδοτεί ότι το ΚΙΝΑΛ σε αυτή τη φάση απέτυχε να διεκδικήσει εκ νέου τη θέση του βασικού εκπροσώπου ενός ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι μια υπολογίσιμη δύναμη, αλλά σε κανένα βαθμό η ηγεμονική. Αυτό επιτείνεται και από το γεγονός ότι μπορεί να είχε μια άνοδο το ΚΙΝΑΛ σε σχέση με τις ευρωεκλογές, όμως η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συγκριτικά πιο μεγάλη.

Το ΚΚΕ διατηρεί τις δυνάμεις του και μένει να δούμε εάν θα έχει μια μικρή άνοδο στα τελικά αποτελέσματα. Όπως καταγράφηκε και στις Ευρωεκλογές φάνηκε ότι το ΚΚΕ παρά την πολύ εντατική προεκλογική δουλειά που έκανε δεν κατάφερε να μπορέσει να είναι ένας αποδέκτης μιας αριστερής ψήφου διαμαρτυρίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η μεγάλη εκλογική και πολιτική υποχώρηση της Χρυσής Αυγή δείχνει να συνεχίζεται. Είναι ενδεικτικό ότι είναι πολύ πιθανό να βρεθεί εκτός κοινοβουλίου. Φαίνεται ότι ένα τμήμα του πολιτικού της ακροατηρίου της γυρνάει την πλάτη, την ώρα μάλιστα που ολοκληρώνεται μια δίκη που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην καταδίκη της ηγεσίας της για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου παρά την πολιτική πίεση που δέχτηκε από τη ΝΔ (αλλά και το κόστος από την αποκήρυξη που δέχτηκε από την πλευρά της Εκκλησίας), δείχνει ότι ξεπερνά  το όριο του 3%, αποδεικνύοντας ότι μπόρεσε να γίνει ένας χώρος αναφοράς ενός τμήματος της δεξιάς ψήφου.

Το ΜέΡΑ25 του Γιάννη Βαρουφάκη, επίσης προβλέπεται να μπει  στη Βουλή, καταφέρνοντας να είναι ο βασικός χώρος υποδοχής της αριστερής διαμαρτυρίας απέναντι στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Μένει να δούμε τη σύνθεση της κοινοβουλευτικής του ομάδας και φυσικά το ποια τακτική θα ακολουθήσει για να μπορέσει να μετατρέψει την εκλογική δυναμική σε σχέση εκπροσώπησης.

Οι εκλογές ολοκληρώνουν επίσης την πολιτική υποχώρηση και το τέλος του κύκλου για την Ένωση Κεντρώων, ενώ και αυτή τη φορά η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια μεγαλύτερη δυναμική, έχοντας εκτός όλων των άλλων και έναν ιδιαίτερα ισχνό πολιτικό μηχανισμό και προσωποκεντρική προεκλογική εκστρατεία.

Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας

Η επόμενη μέρα θα βρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία πολιτικά κυρίαρχους αλλά με μεγάλες προκλήσεις. Το οικονομικό πρόγραμμα απαιτεί πετυχημένη διαπραγμάτευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων την ίδια ώρα που οι θεσμικές παρεμβάσεις σε θέματα ασφάλειας, ανεξαρτήτως ρητορικής, θα απαιτήσουν προσεκτικά βήματα για να μην έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Την ίδια ώρα η δέσμευσή του για υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς θα πρέπει να αναμετρηθεί με ένα δυσμενές διεθνές ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον αλλά και την πρόκληση της διαμόρφωσης ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος.

Έχει μια σαφή πολιτική πρωτοκαθεδρία και για ένα διάστημα μπορεί να έχει μια σχετική ανοχή από την κοινωνία. Όμως, εάν σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν βελτιώσει την πραγματική κοινωνική κατάσταση της κοινωνίας ή εάν προχωρήσει σε μέτρα που θα βιωθούν ως αναίρεση βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων, τότε θα συναντήσει μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και θα υποστεί φθορά.