Εμπνευσμένη από το βραβευμένο «Μπλε υγρό» της Βίβιαν Στεργίου (Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου ‘Μένης Κουμανταρέας’-Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων, 2018), η παράσταση «Αδύναμοι χαρακτήρες γεμάτοι πείσμα να ευτυχήσουν» είναι η νέα παραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου Παίκτες. Παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Μαρίας Σάββα στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Ιφιγένεια Καραμήτρου, Λουκάς Κυριαζής, Δημήτρης Παγώνης και Αλίκη Στενού.

Μικρές αυτοτελείς ιστορίες – ψήγματα πραγματικότητας. Άνθρωποι νέοι, περίεργοι και διαφορετικοί, φοβισμένοι και γεμάτοι πείσμα, εντελώς καθημερινοί και τυχαίοι, είναι οι άνθρωποι των ιστοριών. Η Αθήνα αποτελεί το σκηνικό τους.

Η πόλη πρωταγωνιστεί και είναι αναπόφευκτα κομμάτι της πραγματικότητας των ηρώων. Οι γνώριμοι δρόμοι της Αθήνας, η βρωμιά και οι ασχήμιες της, αλλά και οι μικρές και σπάνιες στιγμές ομορφιάς της, οι ταλαιπωρημένοι, θυμωμένοι και φθαρμένοι άνθρωποι που κυκλοφορούν γύρω τους, αλλά και το εκτυφλωτικό αττικό φώς που τους λούζει. Άλλοτε τους τυφλώνει απότομα και τροφοδοτεί με δικές της εικόνες τη μελαγχολία και την αγωνία τους και άλλοτε τους τυλίγει με τη θαλπωρή του και τους κάνει να ισορροπούν με οικειότητα και με μικρές στιγμές ευτυχίας.

Οι χαρακτήρες του έργου, καθημερινοί αντι-ήρωες που προσπαθούν να επιβιώσουν στην Αθήνα της κρίσης. Ο χειμαρρώδης λόγος τους παραπέμπει σε ένα σύγχρονο Μπεκετικό σύμπαν, όπου το δωμάτιο, το κρεβάτι, αντικαθιστώνται από τους δρόμους της Αθήνας και τη βοή της πόλης. Η ανημποριά των γηρατειών αντικαθίσταται από την ορμή αλλά και την ανημποριά της νεότητας, μιας νεότητας που κάποιες φορές φθείρεται και φθίνει σε ένα περιβάλλον συχνά πνιγηρό εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών και της κρίσης. Η εσωτερική φωνή αντικαθίσταται από τους πυρετώδεις μονολόγους των νέων αυτών ανθρώπων. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος που τους έχει απομείνει για να επαναδιαπραγματευθούν την ίδια τους τη ζωή. Έρχονται αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους διλήμματα και τους φόβους τους, τολμούν, διεκδικούν και αναζητούν τον αληθινό εαυτό τους.

Η Μαρία Σάββα μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, την Αθήνα και τις εσωτερικές της φωνές.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Όταν διάβασα το βιβλίο «Μπλε υγρό» της Βίβιαν Στεργίου, βρήκα πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι τοποθετούσε τις ιστορίες και τους ανθρώπους σε ένα πραγματικό χώρο, με τους ήρωες να κινούνται στους γνωστούς δρόμους της Αθήνας και όχι σε ένα φανταστικό περιβάλλον. Νέοι, «καθημερινοί αντιήρωες» όπως και η ίδια η συγγραφέας τους αποκαλεί, με προβλήματα που όλοι αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Αθήνα της κρίσης. Χωρίς καμία ωραιοποίηση αλλά και με πολύ χιούμορ. Από την άλλη πλευρά, η γραφή της άφηνε περιθώρια για μία πιο αφαιρετική θεατρική προσέγγιση. Αυτό μου προκάλεσε το ενδιαφέρον και με έκανε να ασχοληθώ με τα διηγήματα, γνωρίζοντας βεβαίως ότι γι’ αυτόν το λόγο, το εγχείρημα θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο.

2. Το «Μπλε υγρό» πώς διαπνέει την παράσταση;

Το ‘Μπλε υγρό’ είναι οι φόβοι μας. Οι φόβοι αυτών των νέων ανθρώπων που τους ακολουθούν και τους καθορίζουν. Ο φόβος τούς παγώνει και τούς ακινητοποιεί. Όταν όμως καταφέρνουν να τον ξεπεράσουν, τότε όχι απλώς επιβιώνουν, αλλά ζουν μικρές στιγμές ευτυχίας. Το «Μπλε υγρό» είναι χαρακτηριστικό διήγημα από το οποίο παίρνει και το βιβλίο το όνομά του.

3. Μέσα από την παράσταση, ποια εικόνα για την Αθήνα αναδεικνύεται;

Η πόλη πρωταγωνιστεί και είναι αναπόφευκτα κομμάτι της πραγματικότητας των ηρώων. Οι περισσότερες από τις ιστορίες του έργου διαδραματίζονται σε περιοχές της Αθήνας, το Θησείο, το Μοναστηράκι, την Ακρόπολη, τα Εξάρχεια, το Μεταξουργείο, το κέντρο της πόλης. Το έργο μιλάει για μια Αθήνα έτσι όπως ακριβώς είναι. Σκηνοθετικά αυτό με κατευθύνει να δημιουργήσω μία συνομιλία της πόλης με τους ήρωες των διηγημάτων μέσα από ένα ιδιότυπο video που τους ακολουθεί στους δρόμους της Αθήνας και δένει με τον μονόλογο των προσώπων. Οι γνώριμοι δρόμοι της Αθήνας, η βρωμιά και οι ασχήμιες της, αλλά και οι μικρές και σπάνιες στιγμές ομορφιάς της, οι ταλαιπωρημένοι, θυμωμένοι και φθαρμένοι άνθρωποι που κυκλοφορούν γύρω τους, αλλά και το εκτυφλωτικό αττικό φώς που τους λούζει. Τα videos έγιναν ειδικά για την παράσταση από τον κινηματογραφιστή Κωνσταντίνο Οικονόμου κι έτσι το βλέμμα των χαρακτήρων μας μεταφέρει εικόνες που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του έργου.

4. Το μπεκετικό σύμπαν πώς συνδέεται με το περιβάλλον που χτίζουν οι ήρωες;

Η εσωτερική φωνή που υπάρχει στα κείμενα του Μπέκετ, αντικαθίσταται από τους πυρετώδεις μονολόγους των νέων αυτών ανθρώπων. Η ανημποριά των γηρατειών αντικαθίσταται από την ορμή αλλά και την ανημποριά της νεότητας, μιας νεότητας που κάποιες φορές φθείρεται και φθίνει σε ένα περιβάλλον συχνά πνιγηρό εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών και της κρίσης.

5. Οι εσωτερικές φωνές των ηρώων που τώρα εξωτερικεύονται, πού τους οδηγούν;

Οι νεαροί αντιήρωες του έργου δεν σταματούν να μιλάνε σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού και διεκδίκησης της ευτυχίας. Έρχονται αντιμέτωποι με τα προσωπικά τους διλήμματα και τους φόβους τους, τολμούν, διεκδικούν και αναζητούν τον αληθινό εαυτό τους. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος που τους έχει απομείνει για να επαναδιαπραγματευθούν την ίδια τους τη ζωή. Επιλέγουν τελικά την επικοινωνία, απευθύνονται σε πρόσωπα αγαπημένα ή και στον ίδιο τον θεατή, αναζητούν την επαφή με τους άλλους. Η φιλία είναι γι’ αυτούς κάτι πολύ σημαντικό.

6. Η γλώσσα των νέων που συχνά χρησιμοποιεί η συγγραφέας, πώς δένει με τους πρωταγωνιστές της παράστασης;

Η συγγραφέας μιλάει για τους σημερινούς εικοσάρηδες και τριαντάρηδες με ρεαλισμό, χωρίς εξιδανικεύσεις, χρησιμοποιώντας ακριβώς τη γλώσσα τους και τους κώδικές τους. Καταγράφει το πώς νοιώθει η γενιά της, θεωρώντας, όπως λέει και η ίδια, «η γενιά μου δεν υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένη όπως είναι, μιλώντας με τη γλώσσα της γι’ αυτά που την αφορούν, χωρίς κλάψες και οίκτο και χωρίς αχρείαστες νοσταλγίες για τα ‘καλά’ χρόνια της αφθονίας». Το στοιχείο αυτό το κρατήσαμε στο κείμενο που διαμορφώθηκε για την παράσταση. Οι νέοι μιλούν με τη γλώσσα τους, όποια κι αν είναι αυτή, αντιστέκονται και διεκδικούν μια θέση στην Αθήνα της κρίσης, που έχει φτιαχτεί από ενήλικες.