Αποτελεί πια κοινό πολιτικό μυστικό: ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αντιγράψει το ΠΑΣΟΚ. Οι κεντροαριστεροί παράγοντες διατείνονται πως δεν το έχει καταφέρει – γιατί του λείπουν, λένε, βασικά συστατικά της πράσινης πολιτικής. Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος σήκωσαν για άλλη μια φορά το τηλέφωνο, βέβαιοι πως ο Αλέξης Τσίπρας τους είχε για άλλη μια φορά δικαιώσει. Δεν ήταν η οικονομική πολιτική, δεν ήταν το κοινωνικό κράτος ή ο σεβασμός στους θεσμούς. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ζήτημα ήταν (και είναι πάντα) η υπευθυνότητα.

Η σύγκληση του ΚΥΣΕΑ με τον τρόπο που έγινε, αλλά και η γενικότερη στάση του ίδιου του απερχόμενου πρωθυπουργού στα ελληνοτουρκικά έδειξε περισσότερο μια επικοινωνιακή διαχείριση, ενόψει και της κάλπης που έρχεται, παρά ένα οργανωμένο σχέδιο. Στη θέση του Τσίπρα, δύο πρωθυπουργοί του ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν μπροστά σε επεισόδια πολύ μεγαλύτερα από όσα συμβαίνουν τώρα.

Τι θα είχε συμβεί αν ο Κώστας Σημίτης δεν είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του στα Ιμια; Η στάση του δεν είχε καμία σχέση με τα τρικ του ΣΥΡΙΖΑ. Τι θα είχε συμβεί με την υφαλοκρηπίδα αν ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν αντιδρούσε στο «Σισμίκ»; Με «αν» δεν γράφεται ιστορία – η ιστορία που έχει γραφτεί, όμως, επιτρέπει τις συγκρίσεις με το σήμερα.

Η αποφασιστικότητα του ’87

Το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας ταλαιπωρούσε τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας ήδη από την αρχή της Μεταπολίτευσης. Τότε, ως αντιπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου ζητούσε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να «βυθίσει το «Χόρα»» – η επέμβαση στην Κύπρο ήταν ακόμα νωπή και ο Ανδρέας ήταν πάντα των ξεκάθαρων λύσεων. Κι αν μια τέτοια λογική δεν ήταν η ενδεδειγμένη τη δεκαετία του 1970, η επιθετική αποφασιστικότητα του Παπανδρέου, ως κυβέρνηση το 1987, κατάφερε να σταματήσει ένα θερμό επεισόδιο πριν αυτό συμβεί.

Το 1987 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για την ελληνική πολιτική σκηνή – εκείνο το φθινόπωρο θα έβγαιναν στην επιφάνεια τα πρώτα στοιχεία για το σκάνδαλο Κοσκωτά, που θα αποτελούσε το κύριο διακύβευμα των εκλογών που έρχονταν σε δύο χρόνια. Εκείνον τον Μάρτιο, όμως, ο Παπανδρέου ασχολιόταν με άλλα πράγματα και κυρίως με τη ρύθμιση για την εκκλησιαστική περιουσία, που προξενούσε εντάσεις στο εσωτερικό. Τις μέρες του Ευαγγελισμού, η τουρκική προκλητικότητα εντάθηκε, πρώτα με την εμφάνιση του «Πίρι Ρέις» στο Αιγαίο και έπειτα με το «Σισμίκ». Ο Παπανδρέου ανέλαβε προσωπικά τη διαχείριση της κρίσης, με δύο κινήσεις: καταρχήν, διατάσσοντας στρατιωτική επιστράτευση, «κλειδώνοντας στόχους», δείχνοντας πως δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τις Ενοπλες Δυνάμεις. Παράλληλα, έκλεισε την αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης, η οποία εκείνη την εποχή ήταν από τις μεγαλύτερες που είχαν οι ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο – από εκεί, θα μπορούσαν να παρέμβουν και στις εξελίξεις – και, έπειτα από συνεννόηση με τη Βουλγαρία, ενισχύει τα στρατεύματα στον Εβρο.

Με βάση όσα ξέρουμε σήμερα, τότε οι Αμερικανοί ήταν ευνοϊκά διακείμενοι στην τουρκική πλευρά, δεν πίστευαν πως η Ελλάδα θα χρησιμοποιούσε στρατό. Ο Παπανδρέου ανέλαβε μόνος του τις συζητήσεις, ξεκαθαρίζοντας προς πάσα κατεύθυνση πως δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Για να εκτονωθεί η κρίση, ο τούρκος πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ δηλώνει ότι το «Σισμίκ» δεν θα βγει για έρευνα σε «αμφισβητούμενες περιοχές». Τον επόμενο Ιανουάριο, με προσωπικές επαφές, Παπανδρέου και Οζάλ εγκαινιάζουν τη συμφωνία για «μη πόλεμο» («no war»), αλλάζοντας τη μορφή των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κι αυτή η απόφαση όμως δεν ήταν αναίμακτη: οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν πως για χάρη της εξομάλυνσης των σχέσεων έβαλε το Κυπριακό «στο ράφι» – κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος με το περίφημο «mea culpa».

Ο συμβιβασμός του ’96

Η θεωρία λέει ότι ο αντίπαλος χτυπά πάντα όταν βλέπει κενό εξουσίας. Και ένα τέτοιο κενό υπήρχε σίγουρα τον Ιανουάριο του 1996. Η επιβαρυμένη υγεία του Ανδρέα Παπανδρέου είχε οδηγήσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ να εκλέξει νέο πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν κατά πλειοψηφία παπανδρεϊκό, ενώ ο υπουργός Αμυνας, Γεράσιμος Αρσένης, ήταν ένας εκ των διεκδικητών της πρωθυπουργίας. Εκείνη την περίοδο, η Τουρκία αμφισβητούσε ανοιχτά την Ιταλοτουρκική Σύμβαση του 1932 και τα θαλάσσια σύνορα των Δωδεκανήσων. Ο δήμαρχος Καλύμνου υψώνει την ελληνική σημαία στη μικρή βραχονησίδα των Ιμίων, η οποία, λίγες μέρες μετά, αντικαθίσταται από μια τουρκική – δουλειά ενός μικρού δημοσιογραφικού συνεργείου. Η σημαία κατεβαίνει από το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ το βράδυ στο σημείο βρίσκονται και έλληνες βατραχάνθρωποι. Η μεγάλη βραχονησίδα όμως ήταν αφύλακτη και ο τουρκικός στρατός την καταλαμβάνει λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα. Την ίδια μέρα, πέφτει στο σημείο και το ελικόπτερο του ελληνικού Ναυτικού, λόγω κακοκαιρίας και vertigo του πιλότου – οι τρεις επιβαίνοντες στρατιωτικοί χάνουν τη ζωή τους.

Στην κυβέρνηση επικρατεί ένα μικρό μπάχαλο – και όχι άδικα: ο Σημίτης δεν ήταν ποτέ «στρατιωτικός ηγέτης» και, την ίδια στιγμή, οι στρατιωτικοί, που ήταν σε άλλο μήκος κύματος, δεν ήθελαν να καταλάβουν τον τρόπο του νέου πρωθυπουργού. Από αυτήν την κακή σχέση ξεκινά ένα μεγάλο κουβάρι μαρτυριών για ευθύνες και λάθη, για πράγματα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί αλλιώς. Μαζί τους οι φήμες πως το ελικόπτερο δεν έπεσε, αλλά καταρρίφθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως, από εκείνο το σημείο, ο Σημίτης ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις, με σκοπό να μην υπάρξει στρατιωτική σύρραξη. Αυτή τη φορά, οι ΗΠΑ λειτούργησαν ως διαμεσολαβητής – η τελική λύση της «γκρίζας ζώνης» («no ships, no flags») δεν ικανοποιούσε καμία από τις δύο πλευρές. Στην ουσία όμως ο πόλεμος απεφεύχθη. Με την εκτόνωση του επεισοδίου, ο Σημίτης «ευχαρίστησε τους Αμερικανούς», μια φράση που του χρεώνουν μέχρι σήμερα αντίπαλοι από τα δεξιά και τα αριστερά. Τα Ιμια δεν ήταν νίκη, δεν ήταν όμως και ήττα. Σε μια δύσκολη στιγμή, η νέα πολιτική ηγεσία κατάλαβε πως το θέμα έπρεπε να λυθεί διπλωματικά – και προς αυτό εργάστηκε, παρά τις διαφωνίες ακόμα και εντός του (πανίσχυρου) πασοκικού μηχανισμού.

Τρία χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου μαζί με τον τούρκο ομόλογό του Ισμαήλ Τζεμ ξεκίνησαν την προσπάθεια «προσέγγισης των δύο χωρών». Αφορμή για τη νέα φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν οι σεισμοί του 1999, από τους οποίους επλήγησαν και οι δύο χώρες. Ξεκίνησε περίπου ως άσκηση, με έξι θεματικές ενότητες διαλόγου και εξελίχθηκε με δέσμευση των δύο πλευρών να κρατούν χαμηλούς τόνους, αποσυνδέοντας τον διάλογο από τα θέματα «χαμηλής πολιτικής». Ο Παπανδρέου προσπάθησε να κρατήσει το ίδιο ύφος και ως πρωθυπουργός, μένοντας πιστός στις απευθείας συνομιλίες σε κορυφαίο επίπεδο και στη διατήρηση καναλιών επικοινωνίας.