Στις 23 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια αφ’ ότου έφυγε από τη ζωή ο Γάλλος συγγραφέας Μπορίς Βιαν, ένας λογοτεχνικός κομήτης που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στα μεταπολεμικά γράμματα κι έχει γαλουχήσει πολλές γενεές εφήβων με τα αντισυμβατικά του έργα και τη μυθολογία που έχει πλασθεί γύρω από το όνομά του. Γιατί στη διάρκεια της λιγόζωης διάρκειας του δημιουργικού του έργου, αλλά και του βίου του (έφυγε μόλις στα 39 του χρόνια), ο συγγραφέας, τρομπετίστας, τραγουδοποιός, κριτικός και καλλιτεχνικός διευθυντής τζαζ παραγωγών, κατόρθωσε να πλάσει ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, που ξεφεύγει από τη συνηθισμένη εικόνα των συγγραφέων–καταραμένων, ή μη –που συνεγείρει τη φαντασία και συντηρεί την άλω του.

Η δομή των έργων του, το κινηματογραφικό περιβάλλον και η έμπνευση του θέματός τους, η γλώσσα τους, μείγμα της στακάτης έκφρασης και της αλληλοδιακύμανσης της αρμονικής κλίμακας της τζαζ, η αποσυνάγωγη επαναστατικότητα του περιθωρίου και του εγκλήματος, είναι μοτίβα που εύκολα ενθουσιάζουν τον αναγνώστη –ιδίως το νεανικό κοινό. Και τούτη είναι η ιδιοτυπία του έργου του Βιαν: δεν υπάρχει ίσως γενιά νέων που να μην έχει μαγευτεί από την ελευθεροστομία και την τόλμη των γραπτών του Βιαν, ιδίως το σκανδαλώδες στον καιρό του «Θα φτύσω στους τάφους σας», ή το «Να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους», σε βαθμό που να μην έχει ταυτισθεί μαζί τους. Μία ταύτιση που όμως είναι καιρική και όσο περνούν τα χρόνια, όσο πληθαίνει ο «Αφρός των Ημερών», για να θυμηθούμε άλλο ένα διάσημο βιβλίο του, δίνει τη θέση της σε μία συγκαταβατικά νοσταλγική αναπόληση των γραπτών του, που όλο και περισσότερο μοιάζουν «αναγνώσματα μίας νεανικής ηλικίας και μόνον». Γιατί, το έργο του Βιαν είναι φτιαγμένο από εκείνο το μέταλλο που λάμπει όσο είναι ακόμη κι ο αναγνώστης νέος κι η λάμψη του λιγοστεύει όσο περισσότερο εκείνος τρίβεται και γνωρίζει περισσότερο τη ζωή, ακριβώς όπως συμβαίνει και με άλλα τέτοια έργα, σαν τον «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ, το «Στον Δρόμο» του Κέρουακ, ή τα έργα του Μπάροουζ, ή άλλα του είδους, που σηματοδοτούν ένα τελετουργικό πέρασμα από την άδολη εφηβεία στα «επαναστατημένα» νιάτα που διεκδικούν την αυτοδιάθεση μέσα από την αντίδραση στο κατεστημένο.

Ο Μπορίς Βιαν, έργω τε και βίω, ενσαρκώνει την προσωπικότητα με την έντονη, αλλά και σύντομη ζωή, που κάθε έφηβος στην ευαίσθητη εκείνη ηλικία ποθεί να βιώσει. Αυτός ο γεννημένος στις 10 Μαρτίου 1920 στο Βιλ-ντ-Αβρέ, γόνος μίας ευκατάστατης οικογένειας, είχε κατορθώσει από νωρίς να δημιουργήσει έναν μύθο κι ένα μυστήριο γύρω από το όνομά του. Αρχίζοντας ακριβώς από το ίδιο το όνομά του, το Μπορίς, που όλοι νόμιζαν ότι είναι ενδεικτικό μίας σλαβικής του καταγωγής και που ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να διαψεύσει στον συνομιλητή του, αποκαλύπτοντάς του πως απηχεί την αγάπη της μητέρας του για την όπερα, κι ιδίως για το εργο «Μπόρις Γκουντούνοφ». Μάλιστα, η ταύτιση του Βιαν με το σλαβικό στοιχείο ήταν τέτοια που το 1955, όταν είχε γράψει το γνωστό πολιτικό τραγούδι «Ο λιποτάκτης» (Le Deserteur), στην τουρνέ που πραγματοποιούσε ακροδεξιοί οπαδοί δεν τον άφηναν να τραγουδήσει, διακόπτοντας το πρόγραμμα και φωνάζοντας «Γύρνα στη Ρωσία».

Από νωρίς, ο Βιαν, μαζί με τους άλλους δύο αδελφούς του, έπαιζαν σε διάφορες ορχήστρες τζαζ, αναδεικνύοντάς τον σε έναν εξαιρετικό βιρτουόζο της τρομπέτας. Από νωρίς επίσης προσβάλλεται από καρδιακό ρευματισμό, που στη συνέχεια θα τον αναγκάσει να περιορίσει τη μουσική του δραστηριότητα. Όμως, το πάθος του για τη μουσική το διοχέτευσε πλέον στην κριτική της τζαζ και στην οργάνωση εκδηλώσεων, στο άνοιγμα τζαζ-κλαμπ όπου φιλοξενούνταν μεγάλα ονόματα και στην καλλιτεχνική διεύθυνση του κλάδου τζαζ της δισκογραφικής εταιρείας Philips.

Το 1945, ο μεγάλος καινοτόμος συγγραφέας Ρεϊμόν Καινώ, ιδρυτής της «παταφυσικής» και της πρωτοποριακής ομάδας Oulipo, εντοπίζει το χειρόγραφο του Βιαν «Βεροκέν και το πλαγκτόν» και προωθεί τον Βιαν στους λογοτεχνικούς κύκλους, εξασφαλίζοντάς του ένα συμβόλαιο με τον μεγάλο εκδοτικό οίκο Gallimard. Τον επόμενο χρόνο, ο Βιαν συνδέεται με τους Ζαν-Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ. Μάλιστα, στο πρώτο μεγάλο του έργο, τον «Αφρό των Ημερών», το πιο «αιχμηρό ερωτικό μυθιστόρημα», σύμφωνα με τον Καινώ, σκιαγραφεί μία καρικατούρα του Σαρτρ, στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή Ζαν-Σολ Παρτρ, κάνοντας τον φιλόσοφο να γελάσει με την καρδιά του. Ωστόσο, η αποτυχία του «Αφρού» να αποσπάσει το διακεκριμένο βραβείο της Pleiade, κοστίζει στον Βιαν, που αντιλαμβάνεται πως η επιτυχία στη λογοτεχνία δεν είναι μόνον ζήτημα ταλέντου και ικανοτήτων, αλλά εξαρτάται σημαντικά από τα «ενδοσυντεχνιακά παιγνίδια» και τις «παρέες».

Το 1947 ξεσπά το σκάνδαλο του «Θα φτύσω στους τάφους σας». Ο Μπορίς Βιαν, θέλοντας να βοηθήσει ένα φίλο του εκδότη, γράφει, υπό το ψευδώνυμο Βέρνον Σάλιβαν, ένα σκληρό αστυνομικό έργο, δηλώνοντας ο ίδιος ως μεταφραστής του. Το pastiche αυτό, τόσο αριστοτεχνικά εκτελεσμένο που κανείς το υπολαμβάνει εύκολα ως αντιπροσωπευτικό του αμερικανικού αστυνομικού γένους, περιλαμβάνει τόσα προκλητικά για την εποχή του θέματα, την αχαλίνωτη βία, το ανερυθρίαστο σεξ, την άνευ ορίων αθυροστομία, την ένταση και τους κόντρα-χαρακτήρες, εκτοξεύεται αμέσως στις πωλήσεις και γίνεται ανάρπαστο. Τόσο, ώστε η υπερσυντηρητική Επιτροπή Κοινωνικής και Ηθικής Δράσης και ο πρόεδρός της Ντανιέλ Παρκέρ να μηνύσει τον εκδότη και τον «μεταφραστή» για το πορνογραφικό και αήθες περιεχόμενό του. Ο Βιαν μεθά με την επιτυχία του βιβλίου και διασκεδάζει με το σκάνδαλο Βέρνον Σάλιβαν, κι ενδιάμεσα γράφει το «Όλα τα πτώματα έχουν το ίδιο χρώμα» (όπου ο πρωταγωνιστής ονομάζεται Νταν Πάρκερ!)

Ωστόσο, τα πράγματα δεν έχουν την εξέλιξη που θα ήθελε ο Βιαν: σ’ ένα ξενοδοχείο του Μονπαρνάς, ο εμπορικός αντιπρόσωπος Εντμόν Ρουζέ δολοφονεί την ερωμένη του Μαρί-Αν και δίπλα οι Αρχές ανακαλύπτουν ένα αντίτυπου του «Θα φτύσω στους τάφους σας», ανοιγμένο σε μία σελίδα όπου περιγράφεται ένα σαδιστικό έγκλημα. Αμέσως, ο συμβατικός αστικός Τύπος αρχίζει να βοά εναντίον του βιβλίου και του συγγραφέα, ως ηθικού αυτουργού για το φονικό. Ο Βιαν αναγκάζεται να αποκαλυφθεί, γεγονός που το κοστίζει τη δουλειά του ως μηχανικός στο Μονοπώλιο Χάρτου. Πλέον είναι αναγκασμένος να φυτοζωεί χάρις στην πέννα του, γράφοντας, μεταφράζοντας, και κάνοντας κριτικές.

Μολαταύτα, αυτή η περιπέτεια προσέθεσε περισσότερη μαγεία στην παρισινή φήμη του Βιαν: πλέον συγκαταλέγεται στη χορεία των «καταραμένων» δημιουργών, είναι ο νυχτοπαρωρίτης των τζαζ κλαμπ και της μουσικής ζωής –μέσα από το Κλαμπ Σαιν Ζερμαίν -ντε -Πρε που ιδρύει παρελαύνουν οι Ντιουκ Έλινγκτον, Τσάρλι Πάρκερ, ο Μάιλς Ντέιβις. Είναι ο εισηγητής του μπι-μποπ και ο συνήγορός του στη μεγάλη querelle (διαμάχη) με τους οπαδούς της τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Γίνεται ο εφευρέτης πολλών δημοφιλών εκφράσεων, ο όρος «tube» για να εκφράσει μία μουσική επιτυχία (η γαλλική αντιστοιχία του hit) εξακολουθεί έως σήμερα να χρησιμοποιείται. Είναι ο πρώτος που στήριξε την επιστημονική φαντασία ως λογοτεχνικό γένος και πολλά έργα του, όπως «Το Φθινόπωρο στο Πεκίνο», ο «Ψυχοβγάλτης» είναι γεμάτα αναφορές σε αυτό το είδος. Ο πόλεμος στην Ινδοκίνα του εμπνέει τον «Λιποτάκτη», ο οποίος επίσης δημιουργεί σκάνδαλο, λόγω του αντιμιλιταριστικού περιεχομένου του. Ο Μπορίς Βιαν διαπρέπει σαν μύθος, αλλά στερείται εμπορικής επιτυχίας, ούτε το «Κόκκινο γρασίδι» και ο «Ψυχοβγάλτης» δεν τυγχάνουν καλής υποδοχής από το κοινό, ούτε και η μουσική κωμωδία του, ο «Ιππότης του Χιονιού». Πλέον, το όνομά του γίνεται γνωστό από τα άρθρα, τις μουσικοκριτικές, τις δισκογραφικές του παραγωγές (ροκ δίσκοι του Ανρί Σαλβαντόρ και της Μαγκαλί Νοέλ, οι τζαζ ανθολογίες του στη Fontana και τη Philips.

Η κακοδαιμονία τον κυνηγά ίσαμε τα στερνά του: αφήνει την τελευταία του πνοή στα 39 του χρόνια, στην πρεμιέρα της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Θα φτύσω στους τάφους σας» στον κινηματογράφο Λε Μπαμπέφ. Ο Μπορίς Βιαν έχει ζήσει λίγα χρόνια, έχει όμως προλάβει ν’ αφήσει πίσω του ένα τέτοιο έργο που δεν θα επιτρέψει σε κανέναν «να φτύσει στον τάφο του».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ