Το δεύτερο θεατρικό του έργο του Χρήστου Αγγελάκου «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» ανεβαίνει στο θέατρο «Σημείο», έως τις 2 Ιουνίου κάθε Πέμπτη έως Κυριακή στο θέατρο Σημείο (Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, Τηλ. 210-9229.579, είσοδος 8-12 ευρώ), σε σκηνοθεσία Σοφίας Παλάντζα.

Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Νικόλας Αλεξίου, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Λευτέρης Καταχανάς και Φελίς Τόπη.

Έμπνευση για το έργο έδωσε το 2002 η ίδρυση στο Παρίσι μίας ανθρωπιστικής οργάνωσης με την ονομασία «Νεκροί του δρόμου». Έργο της, ο ενταφιασμός όσων βρίσκονταν νεκροί στους δρόμους χωρίς χαρτιά που να πιστοποιούν την ταυτότητά τους: άστεγοι, μετανάστες, περιθωριακοί κλπ.

Το έργο τοποθετεί τη δράση του σε ένα γραφείο τελετών όπου καταφθάνει ένας άνδρας και μία γυναίκα, ανώνυμοι και άγνωστοι μεταξύ τους για να συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία έναν ανώνυμο άστεγο νεκρό. Οι ήρωες του έργου επιδίδονται σε ένα ανελέητο παιχνίδι αλληλοεξόντωσης προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη μοναξιά, το κενό, την αποξένωση και την πλήξη. Στο παιχνίδι μπαίνει και μια νεαρή κοπέλα, ιδιοκτήτρια του γραφείου τελετών. Το έργο ακροβατεί ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό κάνοντας πολλές φορές δυσδιάκριτα τα μεταξύ τους όρια.

Η παράσταση έρχεται να θέσει ερωτήματα σχετικά με τον θάνατο και τη ζωή βλέποντας τις δύο έννοιες ως συγκοινωνούντα δοχεία. Σε μια εποχή που η κοινωνία έχει μεταμορφωθεί σε ένα νεκροταφείο ζωντανών και νεκρών ψυχών και που ο θάνατος βρίσκεται παντού δίπλα μας, το έργο του Χρήστου Αγγελάκου αποκτά μια καθολική πανανθρώπινη διάσταση. Τι είναι ένας ανώνυμος νεκρός; Πόσες εικόνες θανάτου προσπερνάμε καθημερινά;

Σε ένα απονεκρωμένο περιβάλλον ένας άνδρας και μία γυναίκα, ως αρχέτυπα σύμβολα προσπαθούν να ξορκίσουν τον θάνατο, το κενό της προσωπικής τους ζωής, να προσδώσουν κάποιο νόημα στην ματαιότητα της ύπαρξής τους ακόμη και μέσα από τις ψευδαισθήσεις τους. Αντί για απαντήσεις, το έργο αρκείται σε μία διαδοχή εικόνων και ιστοριών: τρεις πράξεις, τρεις ομόκεντροι κύκλοι, που περιστρέφονται γύρω από το αίνιγμα ενός ανώνυμου νεκρού.

Η Σοφία Παλάντζα μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, το θάνατο και τα μηνύματά του.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Η Νικόλ Δημητρακοπούλου γνώριζε τον Χρήστο Αγγελάκο και μου πρότεινε το συγκεκριμένο έργο. Αφού το διάβασα, συναντηθήκαμε με τον συγγραφέα και μετά από λίγο καιρό ξεκινήσαμε να δουλεύουμε για την παράσταση.

Πώς παίζει το έργο με το φανταστικό και το πραγματικό;

Στο έργο «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα φαντασίας που μπλέκονται με κάθε τι πραγματικό και μαζί μεταλλάσσονται, δημιουργώντας μία «άλλη» πραγματικότητα που μοιάζει να ξεπηδάει από ρωγμές ονείρου. Οι χαρακτήρες του έργου έχουν εν δυνάμει άπειρες ταυτότητες αναλόγως την ιστορία που θα επιλέξουν να αφηγηθούν.

Ο θάνατος και η ζωή ως συγκοινωνούντα δοχεία, πώς αναδεικνύονται μέσα από την παράσταση;

Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο, ούτε θάνατος χωρίς ζωή. Αρχικά ο τόπος δράσης του έργου είναι ένα γραφείο τελετών. Ένας χώρος όπου συνυπάρχουν ζωντανοί και νεκροί λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό τους μέσω της ταφής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι ήρωες του έργου, 3 ζωντανοί – ο άντρας, η γυναίκα και η κοπέλα- και ένας νεκρός, βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Οι ζωντανοί έρχονται αντιμέτωποι με τον μεταφορικό θάνατό τους για να μπορέσουν να κινηθούν προς τη ζωή. Ο νεκρός έρχεται αντιμέτωπος με τη ζωή του για να μπορέσει να κινηθεί προς το θάνατο.

Ποιες αναφορές στο σήμερα είναι οι πιο δυνατές της παράστασης; Τι μηνύματα στέλνει;

Ο άνθρωπος που πασχίζει να αποδείξει ότι κατέχει μία ταυτότητα που ανταποκρίνεται στο κοινωνικό πρότυπο που άλλοι έχουν δημιουργήσει. Οι κοινωνικές ταμπέλες, η πλαστή φιλανθρωπία μας, οι ρόλοι που υποδυόμαστε ανάλογα με το ποιον έχουμε απέναντι μας. Ο φόβος του να μοιραστούμε, να ξεγυμνωθούμε στον άλλον. Ο άνθρωπος που αντιμετωπίζεται ασεβώς ακόμη και όταν το μόνο που έχει απομείνει από αυτόν είναι ένα νεκρό σώμα. Η σύγχρονη κοινωνία που εμπορεύεται τα πάντα λανσάροντας εικόνες στις συσκευές θανάτου που μας νανουρίζουν κάθε βράδυ.

Μπορεί τελικά ο άνθρωπος να ξορκίσει το θάνατο και τη ματαιότητα της ζωής; Αν ναι, πώς;

Όχι. Μπορούμε όμως ν’ αναζητάμε την ομορφιά και την ποίηση της ζωής.

Οι τρεις κύκλοι – πράξεις του έργου, ενώνονται τελικά ποτέ; Τι κοινό έχουν μεταξύ τους;

Συμπληρώνονται για να δημιουργήσουν εν τέλει έναν μεγάλο κύκλο γύρω από το κοινό τους κέντρο, που είναι το αίνιγμα ενός ανώνυμου νεκρού.

Ο άνθρωπος συνήθως απωθεί το ζήτημα του θανάτου, ίσως γιατί το φοβάται. Εδώ εσείς μιλάτε και δυνατά για όλες αυτές τις σκοτεινές σκέψεις. Πώς το καταφέρνετε;

Είναι φυσική μας λειτουργία να απωθούμε ο, τι μας φοβίζει. Κρατάμε τους φόβους μας σε καταστολή, με αποτέλεσμα να μας σιγοτρώνε. Όταν πρωτοήρθαμε σε επαφή με το έργο όλες αυτές οι σκέψεις και οι συζητήσεις γύρω από το θέμα του θανάτου μας βάραιναν. Πολύ σύντομα όμως, το ίδιο το έργο σε βάζει μέσα στο παιχνίδι του θανάτου και της ζωής. Σου αποκαλύπτει μία νέα οπτική πραγμάτων όπου ο θάνατος παύει να είναι αντίπαλος της ζωής, αλλά αδερφός της. Για να φτάσουμε στην ηρεμία, τη γαλήνη και την εσωτερική ησυχία βέβαια, πρέπει να συγκρουστούμε, να μιλήσουμε δυνατά, να ουρλιάξουμε. Εμείς αυτόν τον τρόπο βρήκαμε.