Οι «Χοηφόροι» είναι η δεύτερη κατά́ σειρά́ τραγωδί́α του Αισχύλου στην τριλογία, Ορέστεια. Ο τί́τλος του έργου αφορά́ το Χορό και πά́νω σ’ αυτή τη δυναμική του συνόλου στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος της παρά́στασης, αντιμετωπίζοντάς την ως ένα από τα βασικά στοιχεία της πολιτείας.

Αυτήν την παράσταση επέλεξε να ανεβάσει για τη φετινή σεζόν η ομάδα «Terre de Semis» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Αθήνα, τηλ. 2109212900, είσοδος 10-15 ευρώ) από Τετάρτη έως Κυριακή μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου. Η σκηνοθεσία είναι της Ειρήνης Φαναριώτη που έχει κάνει και τη διασκευή ενώ πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Λάζαρος Βαρτάνης, Άρης Λάσκος, Δήμητρα Μητροπούλου και Ειρήνη Φαναριώτη.

Σε κλειστό χώρο, στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, η ομάδα έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με ένα αρχαίο κείμενο. Έχοντας ήδη ασχοληθεί σε βάθος, σε προηγούμενες παραστάσεις της, με τις τεχνικές της αφήγησης και την αναπαράσταση σε μορφή χορικών, αυτή τη φορά έρχεται αντιμέτωπη με τον πυρήνα και την αφετηρία του Θεάτρου και της έννοιας του Χορού.

Ο τελευταίος εκπροσωπείται από το σύνολο των ηθοποιών/αφηγητών που θα καλούνται σε διάφορους αριθμητικούς συνδυασμούς να μας αφηγηθούν την ιστορία (μονοφωνικά ή πολυφωνικά) σε μια μορφή τελετουργίας, που προετοιμάζει το θεατή για το μεγάλο συμβάν. Θα αποτελέσει το σύνολο των πολιτών που ποθούν να αναβιώσουν την ιστορία μιας πόλης που βουλιάζει στην αδικία και της έλευσης του Ορέστη που θα διαλύσει και θα επανιδρύσει την τάξη.

Ως μικρογραφία της κοινωνίας, η οικογένεια, τίθεται στο μέσον της έρευνας, ενώ οι σχέσεις και η αλληλεπίδραση των μελών της αποτελούν ζητήματα που η ομάδα καλείται να αναμετρηθεί. Όλοι οι πολίτες, εξόριστοι, στους δρόμους, υποτάσσονται σε μια αλόγιστη εξουσία. Οι ηθοποιοί/αφηγητές σκυταλοδρόμοι σε έναν αγώνα στη μέση του χρονικού πουθενά.

Με αφορμή λοιπόν την πρώτη της επίσημη δουλειά με την τραγωδία, η Ειρήνη Φαναριώτη μιλάει στα «Νέα» για την αναμέτρησή της με το αρχαίο κείμενο, τα θέματα της πόλης και του σύγχρονου πολίτη.

Γιατί αποφασίσατε να καταπιαστείτε για πρώτη φορά με την αρχαία τραγωδία;

Το να ανεβάσει κανείς μια αρχαία τραγωδία σήμερα αποτελεί τεράστια πρόκληση. Πόσο μάλλον σε έναν τόσο μικρό και κλειστό χώρο όπως το Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Εγώ το ένιωσα σαν μια φυσική εξέλιξη στην προσωπική μου πορεία αλλά και της ομάδας. Κάθε φορά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα κείμενα-είτε σύγχρονα είτε όχι- παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τη λειτουργεία του Χορού στην τραγωδία. Τα κείμενα αυτά με γοήτευαν πάντα και ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν με το που τελείωσα τη σχολή η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση ήταν στην Επίδαυρο, η Μήδεια του Αντώνη Αντύπα με την Αμαλία Μουτούση. Έτσι, όταν σκέφτηκα την ύπαρξη της Κλυταιμήστρας ως ενός προσώπου που βρίσκεται και θα βρίσκεται για πάντα σαν μια εικόνα μέσα στο μυαλό του Ορέστη, όπως κάθε μάνα υπάρχει για πάντα μέσα στο κεφάλι του παιδιού της, το πρώτο πρόσωπο που σκέφτηκα γι’ αυτό ήταν η Αμαλία. Είναι η πνευματική μου μητέρα όσον αφορά την τραγωδία αλλά και το θέατρο εν γένει.

Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη τραγωδία που δεν είναι τόσο αναγνωρίσιμη στο κοινό;

Σαν τίτλος μοιάζει να μην είναι αναγνωρίσιμη, ωστόσο η ιστορία είναι από τις πιο γνωστές που αφορούν στα αρχαία κείμενα. Ο Ορέστης επιστρέφει στον οίκο των Ατρειδών για να εκδικηθεί για το φόνο του πατέρα του, Αγαμέμνονα. Εκεί βρίσκει την Ηλέκτρα και με τη βοήθεια και την προτροπή του Χορού φέρει εις πέρας την θεϊκή εντολή. Σκοτώνει τη μητέρα του και τον εραστή της. Μπορεί η συγκεκριμένη τραγωδία να μην έχει τη δημοτικότητα της Ηλέκτρας του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη, είναι όμως ένα κείμενο υψηλής σπουδαιότητας, εξαιρετικής γραφής και δομής. Ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή του έργου είναι μοναδικός κατά την άποψή μου. Ίσως γι’ αυτό να μην καταπιάνονται πολλοί με αυτό το έργο, γιατί το θεωρούν ανολοκλήρωτο. Και είναι. Ανήκει σε μια τριλογία, στην Ορέστεια που γράφτηκε για να παρουσιάζεται ολόκληρη. Αυτό πρέπει να το λαμβάνει σοβαρά υπόψιν αυτός που ασχολείται με ένα από τα έργα της τριλογίας. Στη συγκεκριμένη, για παράδειγμα, υπάρχει παρελθόν και μέλλον, βρίσκεται ακριβώς στο μέσο της τριλογίας, κάτι που δεν πρέπει να αγνοούμε και δεν το κάναμε.

Τα θέματα για την ευθύνη του συνόλου σε μια πόλη που βουλιάζει, η αδικία και η τάξη μοιάζουν εξαιρετικά σύγχρονα στην Ελλάδα της κρίσης. Πώς χτίζετε στην παράστασή σας γέφυρες με το σήμερα;

Από την πρώτη κιόλας στιγμή αυτό που με ενδιέφερε ήταν αυτή η παράσταση να αφορά τον θεατή στο σήμερα. Ήξερα πως το κείμενο έχει και φέρει αυτή την ισχύ οπότε το βασικό μου μέλημα ήταν το στήσιμο και οι επιλογές που θα κάναμε να είναι σύγχρονες κι επίκαιρες. Έτσι όλη η συνθήκη δομήθηκε πάνω στον πυρήνα της οικογένειας ως μικρογραφίας της κοινωνίας. Οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των μελών του Χορού και κατ’ επέκταση των ρόλων είναι σχέσεις που δημιουργούμε σήμερα οι άνθρωποι σε ένα κοινωνικό σύνολο. Χωρίς βέβαια-για μην παρεξηγηθεί αυτή μου η τοποθέτηση-να χάνουμε την ποιητικότητα του κειμένου και του ίδιου του έργου. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να γίνει κάτι εξαιρετικά σύγχρονο και απτό. Όχι, αυτές οι σύγχρονες γραμμές κι επιλογές περνούν σχεδόν υποσυνείδητα στον θεατή. Δεν επιβάλλονται, απλώς είναι εκεί για όποιον τις διαισθανθεί. Δεν έχει λοιπόν κανένα νόημα να προσπαθήσει κάποιος να κατανοήσει με τη λογική την κάθε επιλογή. Όλα ξεκίνησαν από μια πραγματική ανάγκη, παρατήρηση της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, των αναγκών του και των μπλοκαρισμάτων του, των συμπλεγμάτων του και της προσπάθειας απεγκλωβισμού του από κοινωνικά και προσωπικά αδιέξοδα. Αλλά αυτό μεταφράστηκε και μεταλλάχτηκε σε κάτι έντεχνα ποιητικό, με έντονη σωματικότητα και λεπτές φωνητικές αποχρώσεις.

Τι επιχειρείτε να πετύχετε βγάζοντας όλους τους ηθοποιούς σε συνδυασμούς ως χορό;

Ακριβώς τη δομή της κοινωνίας. Ο Χορός ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε στιγμής και τις προσωπικές του επιδιώξεις προσκολλάται σε ένα πρόσωπο ή έναν κοινό στόχο. Μέχρι τη στιγμή που ο καθένας θα αποκολληθεί και θα ακολουθήσει την δική του πορεία βάζοντας σε προτεραιότητα την δική του επιδίωξη, τον δικό του στόχο, την δική του ανάγκη.

Μια αρχαία τραγωδία παρουσιασμένη όχι σ’ ένα ανοιχτό αμφιθέατρο αλλά σε ένα θεατρικό δώμα, τι δυναμική μπορεί να αποκτήσει;

Είναι εξαιρετικά ιδιαίτερη συνθήκη. Δίνει αμέσως την εντύπωση πως κάτι ισχυρό θα συμβεί μέσα σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Η εγγύτητα μεταξύ θεατή και υποκριτή, κάνει τον θεατή σχεδόν συνένοχο στην κάθε δράση. Η υποψία για το ποιος μπορεί να «ανταποδώσει το φόνο » στρέφεται προς τον καθένα. Δεν υπάρχει απόσταση από τα γεγονότα. Αυτό παρασύρει και τον θεατή στη συγκίνηση και την ψυχική συμμετοχή. Στόχος μας είναι ο θεατής να φύγει έχοντας βρει κάπου εκεί μέσα, στον μικρό αυτό κλειστό χώρο, κάτι για τη ζωή του.