Σήμερα σε πολλές δυτικές χώρες το κοινωνικοπολιτικό χάσμα έχει πλατύνει τόσο πολύ, που η γεφύρωσή του μοιάζει δύσκολη. Ωστόσο, το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και τη δεκαετία του ’60, μια εποχή που ήταν επίσης γεμάτη συγκρούσεις. Ομως οι διαστάσεις απόψεων τελικά γεφυρώθηκαν. Η διαφορά βρίσκεται στον διάλογο.

Το 1960 οι αναμνήσεις των θηριωδιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ακόμη νωπές. Στη Γερμανία η εύθραυστη δημοκρατική τάξη απειλούνταν από τον ριζοσπαστισμό και της Αριστεράς (κομμουνισμός) και της Δεξιάς (εθνικισμός). Αυτός ο ριζοσπαστισμός αντανακλούσε τις εξωτερικές προκλήσεις, όπως ο Ψυχρός Πόλεμος, και τις εσωτερικές πιέσεις, όπως η πρώτη μεταπολεμική ύφεση και η αυξανόμενη ανεργία. Το 1968 οι φοιτητικές διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν σε πολλές πόλεις στην Ευρώπη και στην Αμερική. Οι φοιτητές δεν αντιτίθεντο μόνο στον πόλεμο του Βιετνάμ αλλά και στο «κατεστημένο».

Οπως και σήμερα, το 1968 οι άνθρωποι με αντικρουόμενες απόψεις δυσκολεύονταν να επικοινωνήσουν. Ωστόσο η ευγένεια που διέκρινε τον δημόσιο διάλογο εκείνης της εποχής δεν υπάρχει σήμερα. Μερικοί πίστευαν ότι η άρνηση διαλόγου θα ενίσχυε τη διχόνοια και τον ριζοσπαστισμό.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε τους σημερινούς πολιτικούς και διανοουμένους να συζητούν κόσμια με τους ριζοσπάστες, είτε πρόκειται για λαϊκιστές, είτε για εθνικιστές, είτε για ευρωσκεπτικιστές. Οι ακροδεξιοί και οι ακροαριστεροί σίγουρα δεν συνδιαλέγονται με αλληλοσεβασμό. Η κάθε πλευρά προτιμά να απευθύνεται στο δικό της κοινό.

Οι σημερινοί ηγέτες, οι φορείς της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, πιστεύουν πως είναι επικίνδυνο να συζητούν με ριζοσπάστες: περισσότερη δημοσιότητα σημαίνει περισσότερη εγκυρότητα. Ομως αυτή η στάση είναι επικίνδυνη, σημαίνει ότι οι ηγέτες εθελοτυφλούν μπροστά στις κοινωνικές αλλαγές που γέννησαν τις ακραίες ιδεολογίες. Οι υπερασπιστές τις φιλελεύθερης δημοκρατίας πρέπει να κάνουν διάλογο με τους λαϊκιστές, όχι για να αλλάξουν τη γνώμη των λαϊκιστών, αλλά για να δείξουν στο κοινό τι πρεσβεύει το κάθε κόμμα.