Η βρετανική κυβέρνηση θέλει να «εντατικοποιήσει» τις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση προκειμένου να να καταλήξει στην καλύτερη δυνατή συμφωνία για το «διαζύγιο» δήλωσε την Πέμπτη ο νέος υπουργός Brexit, Ντόμινικ Ράαμπ, πριν από τη συνάντηση που πρόκειται να έχει στις Βρυξέλλες με τον διαπραγματευτή της ΕΕ Μισέλ Μπαρνιέ.

«Εχουμε πετύχει σημαντική πρόοδο στη συμφωνία της αποχώρησης (…) αλλά υπάρχουν ακόμη κενά που θα πρέπει να καλύψουμε. Για αυτό βιάζομαι να εντείνω τις διαπραγματεύσεις και να φροντίσω ώστε να βρεθούμε στην καλύτερη θέση για να πετύχουμε την καλύτερη συμφωνία» είπε ο Ράαμπ, έχοντας στο πλευρό του τον Μπαρνιέ. «Οπως μας έχει ήδη πει ο Μισέλ (Μπαρνιέ), το ρολόι τρέχει», παραδέχτηκε ο Βρετανός υπουργός.

«Απομένουν δεκατρείς εβδομάδες για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (σύνοδος κορυφής) του Οκτωβρίου. Σε αυτό το σύντομο διάστημα, πρέπει να κάνουμε δύο πράγματα: να οριστικοποιήσουμε τη συμφωνία αποχώρησης –και ακόμη δεν έχουμε φτάσει εκεί– και να προετοιμάσουμε μια πολιτική διακήρυξη για τη μελλοντική σχέση μας», προειδοποίησε από την πλευρά του ο Μπαρνιέ.

«Στο θέμα της αποχώρησης, επείγει να βρούμε ένα νομικό δίχτυ ασφαλείας για την Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία. Για τη μελλοντική σχέση μας, έχουμε προτείνει ένα φιλόδοξο σχέδιο συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου και μια στενή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας. Η πρόκληση θα είναι να βρούμε κοινό πεδίο συνεννόησης για τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου», πρόσθεσε.

Ο Μπαρνιέ πρόκειται να ενημερώσει την Παρασκευή τους υπουργούς Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ΕΕ για τις συζητήσεις του με τον Ράαμπ.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα υποστούν μακροπρόθεσμη ζημία που αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ τους αν η Βρετανία αποχωρήσει χωρίς να έχει επιτευχθεί μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Με βάση τους υπολογισμούς του πρακτορείου «Reuters», που βασίστηκαν στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, ένα Brexit χωρίς συμφωνία θα στοίχιζε στην ΕΕ περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια. Θα χάνονταν επίσης περισσότερες από 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας, δηλαδή το 0,7% του εργατικού δυναμικού της ΕΕ. Η Ιρλανδία θα δεχόταν το ισχυρότερο πλήγμα, λόγω των στενών εμπορικών δεσμών της με τη Βρετανία και θα ακολουθούσαν η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.