1954 Μετά από δέκα χρόνια υποχρεωτικού εγκλεισμού στην πόλη λόγω πολέμου κ.λπ., αυτή είναι η πρώτη απόδραση στην ύπαιθρο της Χαλκιδικής για τη νέα γυναίκα με το εκδρομικό παντελόνι και το χρωματιστό μαντίλι που καλύπτει τα μαλλιά. Με αυτοκίνητο, πορθμείο, ξανά αυτοκίνητο, το τελευταίο κομμάτι με κάρο. Οι κραδασμοί προκαλούν αποβολή. Ηταν τριών μηνών. Δίδυμα. Το βλέπω από ψηλά.

1957 Τώρα πατάω στη γη. Δένουνε το αυτοκίνητο στο καΐκι. Περνάμε απέναντι. Κεραμωτή –Λιμένας Θάσου. Ενα τρίωρο με ταραγμένη θάλασσα. Πάσχα 1963, βρέχει. Το βράδυ στο μόνο ανοιχτό εστιατόριο του Λιμένα ένας ξανθός λεπτός άντρας χορεύει πάνω στο τραπέζι. Λίγα χρόνια αργότερα θα γίνει διάσημος ζωγράφος. Ο εραστής του, θεσσαλονικιός επιχειρηματίας, χτυπάει παλαμάκια. Γύρω γύρω καθισμένοι διακοσμητές, έμποροι, λιμενικοί πράκτορες. Η παρέα. Μαζί τους η γυναίκα με το εκδρομικό παντελόνι, χωρίς μαντίλι τώρα. Είναι η μητέρα μου. Εγώ 1,25 μ. ψηλός βλέπω τη σκηνή απ’ το παράθυρο. Πίσω μου ο Λιμένας μούσκεμα, σαν να τον βούτηξαν στον κουβά.

Στη Νέα Σικυώνη Χαλκιδικής με τα μαύρα πεύκα και την άσπρη άμμο, εισβάλλει ένας λόχος του Γιουγκοσλαβικού Κόκκινου Στρατού. Εχουν κάτι κεφάλια σαν καζάνια. Μετά από καταδίωξη με συλλαμβάνουν. Σκοντάφτω στην άμμο και στις πέτρες. Με εκτελούν στα βράχια. Είμαι 10 χρόνων. Η τελευταία φωνή που ακούω είναι του Φυσσούν, που μιλάει στο ραδιόφωνο απ’ τα σύνορα. 1967.

Γνωρίζω τον Αμπατζόγλου, είναι 1969. Παίρνουμε μαζί το καραβάκι «Αννα Μαρία» για την πλαζ της Αγίας Τριάδας. Μαγιό, πετσέτες κ.λπ. Πίσω μας οι πολυκατοικίες της Παλιάς Παραλίας χρυσές απ’ τον ήλιο. Μου μιλάει για τον μεγάλο αδελφό του. Σαν τραγούδι του Σαββόπουλου.

Στο σπίτι της Φ. Οδός Ιεροσολύμων. Χασισέλαιο. Ο Αμπατζόγλου με καρό πουκάμισο τέζα σ’ ένα στρώμα. Ο Χ. κουνάει όρθιος χέρια πόδια. Εναν τοίχο πιο πέρα εγώ μπροστά στον νεροχύτη της κουζίνας. Η Ε. πίσω μου, ακουμπισμένη στην πόρτα, ξεφυλλίζει κάτι. Many Rivers To Cross. Την ακούω να εξηγεί τον στίχο: The White Cliffs Of Dover. 1978.

Η κοπέλα με το πόντσο και το μωρό με τα κρόσσια κάνουν ωτοστόπ στην άσφαλτο μες στο δάσος. Φεύγοντας απ’ την κηδεία του Baader, της Ennslin, του Raspe. 1977. Nεκροταφείο Στουτγάρδης. Μες στα δέντρα έφιπποι αστυνομικοί. Ακούω τη φωνή μου αχνή: είναι η γυναίκα μου.

1945 Σ’ ένα χωριό του σοβιετικού Καζάν περιμένουν την επιστροφή μου από τη γερμανική αιχμαλωσία. Ο πόλεμος έχει τελειώσει. Στην πλατεία έχει στηθεί εξέδρα με λαμπάκια, κόκκινες σημαίες, κι ένα μακρύ τραπέζι. Καθυστερώ. Πολλές ώρες. Τρώνε, πίνουν, πίνουν, πίνουν, στο τέλος πάνε σπίτι τους. Μόνο η πολιτική επίτροπος της κοινότητας (που είναι η σύζυγός μου), νέα γυναίκα με ρωμαλέο βάδισμα, με περιμένει. Αυτή και ο Αμπατζόγλου. Πολλές ώρες αργότερα φτάνω. Χαράματα. Εγώ πλάτη στην εικόνα. Ο Αμπατζόγλου καθιστός στα πέντε μέτρα. Η γυναίκα μου ντυμένη στρατιωτικά όρθια αριστερά. Τα λαμπάκια αναβοσβήνουν στο αδύναμο πρωινό φως. Ανοίγω μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα, βγάζω ένα πουλόβερ κι ένα μπουκάλι γερμανικό σναπς. Το σηκώνω, λέω τη μόνη λέξη που έμαθα στην αιχμαλωσία: Freundschaft. Ο Αμπατζόγλου την επαναλαμβάνει.

2015 Αύγουστος. Ο Αμπατζόγλου με τα μάτια κλειστά. Τον φιλώ μια τελευταία φορά. Επιστρέφω στη Χαλκιδική.