Εχετε ποτέ σκεφτεί, εγώ ώς τώρα όχι, ότι η Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Εϊρε) έχει τη μισή έκταση της Ελλάδας και ο πληθυσμός της είναι γύρω στον πληθυσμό της Αττικής;! Δεν θα αναφερθώ στο γεγονός πως πρόσφατα πέρασε μια οικονομική κρίση μετά από… μας και βγήκε με τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης πριν από μας. Θα μείνω μόνο στην εκπληκτική πολιτισμική της παράδοση που έχει κατορθώσει να γίνει διεθνής και τα πνευματικά της προϊόντα να κυκλοφορούν σ’ όλον τον κόσμο.

Αυτό βέβαια οφείλεται στο γεγονός πως το επίσημο κράτος της κάνει επιθετική πολιτισμική διπλωματία. Προωθεί, υπερασπίζεται και επιδοτεί τις εξαγωγές κυρίως λογοτεχνικών και στενότερα θεατρικών έργων. Εχοντας στην πρόσφατη (μόλις ενός αιώνα) περιουσία της έναν Μπέρναρ Σο, έναν Τζόις κι έναν Μπέκετ, για να μείνω σ’ αυτή τη διαχρονική Αγία Τριάδα της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής θρησκείας, εκκινεί μ’ ένα ισχυρό εφαλτήριο μια γόνιμη φωλιά όπου επωάζονται νέα και ζωηρά κλωσσόπουλα. Οταν εμείς εδώ ευτυχήσαμε να διαθέτουμε μετά τον Εμφύλιο μια ομάδα συγγραφέων με ευρεία θεματολογία και μορφολογικά γνωρίσματα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από τον ωμό νατουραλισμό έως τον φευγάτο υπερρεαλισμό (από τον Διαλεγμένο στον Ζιώγα) και δεν παίζονται, αλλά και περιφρονούνται ακόμη και από τα καταστατικά εκ του ιδρυτικού τους νόμου κρατικά θέατρα, η ιρλανδική κυβέρνηση όχι μόνο προωθεί στους συγγραφείς (κι όχι τους γνωστούς αλλά κυρίως τους νεοεμφανιζόμενους), αλλά επιδοτεί μεταφράσεις σ’ άλλες γλώσσες (και στην ελληνική!), επιστρατεύει θεσμούς, επηρεάζει πνευματικά σωματεία και εφοδιάζει με πληροφοριακό υλικό θεατρικούς παραγωγούς, θιάσους, εταιρείες, εκδοτικούς οίκους. Οι άνθρωποι δεν εξάγουν μόνο ρέγγες και μουρουνέλαιο, εξάγουν και πολιτισμό και όσο μπορώ να ελέγχω θέατρο και μάλιστα θέατρο ακμαίο… Κάτι που δεν αντιλαμβάνεται η παροικία μας. Δεν αντιλαμβάνεται πως η ποιότητα μιας παραγωγής εξαρτάται και από την ποσότητα. Ποιος γνωρίζει πόσους νέους συγγραφείς π.χ. επιδότησε η Αγγλία, νέους και στην ηλικία (σχεδόν εφήβους) για να επιπλεύσει και να διαδοθεί διεθνώς η Σάρα Κέιν;

ΙΡΛΑΝΔΙΚΑ ΕΡΓΑ. Εχετε λογαριάσει πόσα ιρλανδικά έργα έχουν χαρεί έξοχες παραστάσεις στα θέατρά μας στα τελευταία τριάντα χρόνια; Και είμαστε μια χώρα που έχει σκανδαλώδεις πολιτιστικές ομοιότητες με την Ιρλανδία. Υπάρχουν δημοτικά τραγούδια (όπως π.χ. «Του νεκρού αδελφού» λέγεται «Του Μπίλι») που αποδεικνύουν πόσο κοντά είναι ο ψυχισμός των λαών μας. Οι λογοτέχνες της και οι λόγιοί της έκαναν ό,τι και οι δικοί μας πριν από 140 χρόνια: συγκέντρωσαν τα δημοτικά τραγούδια, τις παροιμίες, τις παραδόσεις και εμπνεύστηκαν από αυτά αναζητώντας το βάθος της ιθαγένειας. Ακόμη και στο σινεμά ο μέγας στο Χόλιγουντ Τζον Φορντ ιρλανδός σκηνοθέτης έφερε στις παγκόσμιες οθόνες το ιρλανδικό ήθος (θυμηθείτε τον «Ησυχο Αμερικανό» με την Μορίν Ο’ Χάρα).

Ο Τζόις έκανε παγκόσμιο λογοτεχνικό σύμβολο το Δουβλίνο, ενώ π.χ. η Αθήνα παραμένει παγκόσμιο σύμβολο μόνο της αρχαίας λογοτεχνίας και αγνοούν οι Ευρωπαίοι τουλάχιστον ότι σε μια σύγχρονη Αθήνα κυκλοφορούν οι ήρωες του Τερζάκη, του Καραγάτση, του Καμπανέλλη, του Σκούρτη, του Μουρσελά, της Αναγνωστάκη, του Ποντίκα, οι οποίοι σκανδαλωδώς έχουν τα ίδια προβλήματα, την ίδια ταξική μιζέρια.

Οι ήρωες του Ευθυμιάδη, του Σκούρτη, του Ποντίκα, του Μουρσελά, του Διαλεγμένου, του Μανιώτη αν τολμήσετε να τους αλλάξετε ονόματα θα τους συναντήσετε στα υπόγεια, στα νυχτερινά άσυλα, στις φτωχογειτονιές του Δουβλίνου και άλλων επαρχιακών πόλεων της Ιρλανδίας.

Θυμίζω πως πριν από 20 περίπου χρόνια επί υπουργίας Βενιζέλου η Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων συγκρότησε κατόπιν εντολής του υπουργού επιτροπή η οποία επέλεξε είκοσι νεοελληνικά θεατρικά κείμενα τα οποία με επιδότηση του υπουργείου μεταφράστηκαν από επώνυμους ξένους νεοελληνιστές σε αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά. Και υπάρχουν κρεμασμένα στο Διαδίκτυο.

Το πρόγραμμα όμως έμεινε μισό. Αφού προβλεπόταν να επιδοτηθεί ξένος θίασος για να ανεβάσει στις μεγάλες πρωτεύουσες άγνωστα ονόματα. Αυτό δεν προχώρησε ποτέ. Οι Ιρλανδοί όμως φτάνουν ώς το τέλος και εμείς οι επαγγελματίες της θεατρικής αγοράς έχουμε, ευτυχώς, ασχοληθεί με τη σύγχρονη ιρλανδική δραματουργία σε δεκαπλάσιο χρόνο από τη σύγχρονη νεοελληνική. Φέτος (χρονιά που έφυγαν από τη ζωή ο Μουρσελάς και η Αναγνωστάκη και το Εθνικό Θέατρο «πέρα βρέχει» –πριν από λίγα χρόνια ο Μάτεσις, ο Ευθυμιάδης, ο Τσικληρόπουλος, ο Καρράς) ανέβηκαν δύο έργα του Κόνορ ΜακΦέρσον («Ο φάρος» και το «Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας»). Ο συγγραφέας γεννήθηκε μόλις το 1971, έχει τιμηθεί με το βραβείο Ολίβιε, έχει κάνει ήδη καριέρα και τώρα χαίρεται δύο έργα του, όχι βέβαια σε κρατική σκηνή –πράγμα που με άλλη πολιτιστική πολιτική θα μπορούσε να προβλέπει αμοιβαιότητα ώστε να ανεβαίνουν ελληνικά έργα στο Δουβλίνο!

Θα μείνω στο έργο του ΜακΦέρσον που παιζόταν μέχρι πρόσφατα στο Θέατρο Επί Κολωνώ, ένα θέατρο της περιφέρειας πάντα ενημερωμένο, πάντα δραματουργικά απροσδόκητο και πάντα αισθητικά έξοχο. Ο εικαστικός και μεταφραστής Γιώργος Χατζηνικολάου και η μεγάλη δασκάλα ηθοποιών Ελένη Σκότη έχουν δημιουργήσει ήδη Σχολή. Η Σκότη, με σπουδές στην Αμερική, όπου γεννήθηκε, στην υποκριτική παράδοση του Ακτορς Στούντιο, δηλαδή του αμερικανικού κλάδου του νατουραλισμού του Στανισλάφσκι, εμπνέει στον ηθοποιό τον κώδικα της ρεαλιστικής απεικόνισης της πραγματικότητας. Είναι η μέθοδος του καθρέφτη. Αυτό δεν σημαίνει φωτογραφία, βέβαια. Σημαίνει μουσική επεξεργασία του καθημερινού λόγου και τελετουργική κίνηση της καθημερινής χειρονομίας.

Στο έργο του ΜακΦέρσον βρισκόμαστε στους γνωστούς σχεδόν «μυθικούς, εικαστικά χώρους του αρχέγονου νατουραλισμού: «Στον βυθό» του Γκόρκι, αλλά και στα λούμπεν υπόγεια του Ντοστογέφσκι, του Πίντερ, του Βάγε-Ινκλάν, του Φόκνερ, του Βέντεκιντ, στα νυχτερινά άσυλα των ταινιών του Τσάπλιν και στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Ντίκενς στον «Ζοφερό οίκο».

Σ’ εμάς εδώ, ποιος σκέφτηκε να αξιοποιήσει θεατρικά (μια και είναι η μόδα της καταφυγής στη λογοτεχνία) τα λούμπεν αριστουργηματικά διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά;

Ολοι αυτοί, οι συνέλληνες, που διασκευάζουν σε θέατρο διηγήματα ή νουβέλες ξένων συγγραφέων, γνωρίζουν άραγε τον «χριστουγεννιάτικο τρελό» του Νιρβάνα ή τον «Ανθρωπο με το φλεμόνι» του Καραγάτση ή τη «Μεγαλοβδομάδα ενός χασικλή» του ίδιου;

Ενας ταλαντούχος συγγραφέας (και διαθέτουμε) θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τους ταλαντούχους Ιρλανδούς.

Το έργο που ανέβασε έξοχα η Σκότη είναι απλό στη δομή του και ευθύγραμμο στην εξέλιξή του. Αλλά διαθέτει ατμόσφαιρα, θερμοκρασία, σφυγμούς, εσωτερικούς ρυθμούς και ισορροπία χρόνων. Είναι σαφώς μια «φέτα ζωής» με την ιδιότυπη «ανθρωπιά» που απαιτεί το είδος. Στον χώρο του λούμπεν προλεταριάτου (με μικροαπατεώνες, ζαβούς, πόρνες, νταβατζήδες, μοναχικούς γέρους) υπάρχει μια άλλη ηθική, μια άλλη μπέσα, άλλες αξίες και άλλη έννοια του σεβασμού και της προδοσίας. Ποιος στον τόπο μας αξιοποίησε θεατρικά αυτούς τους λούμπεν κώδικες όταν τις κατέγραφε εξαίσια ο Τσιφόρος στη δική του αλητογραφία. Θυμίζω πως η αλητογραφία υπήρξε αισθητικό αίτημα μιας εποχής με εκφραστές τον Χάμσουν, τον Γκόρκι, τον Ζολά, τον Στάινμπεκ και τον Βουτυρά, τον Πέτρο Πικρό και συχνά τον αθηναϊκό Παπαδιαμάντη. Πρόσφατα έγραψε εδώ για τον «παραπλανημένο Δερβίση».

Η Σκότη επανέφερε προς συζήτηση ό,τι επαναστατικό προσκόμισε ο Κουν στην πρώτη περίοδο του Θεάτρου Τέχνης: αμερικάνικο θέατρο και μέθοδος Στανισλάφσκι. Αλλά και ο Μινωτής όταν ανέβασε το «Αλέτρι και τ’ άστρα» μάς χάρισε ερμηνείες του Σωτήρη Μουστάκα, της Νόνικας Γαληνέα αξεπέραστες. Αργότερα στο ίδιο έργο θριάμβευσε άλλος έξοχος μακαρίτης πια, ο Μίμης Χρυσομάλλης.

Το γράφω γιατί ανάλογο τύπο (τον ζαβό που δόξασε ο Στάινμπεκ στον Λένι του «Ανθρωποι και ποντίκια») έπαιξε και ο ηθοποιός Γιώργος Τριανταφυλλίδης σε μια ερμηνεία αξεπέραστη, θαύμα ρυθμών, έκφραση, ψυχισμού και εσωτερικής διεργασίας.

Η παράσταση της Σκότη όμως ήταν υποδειγματική, σχεδόν μάθημα ρεαλιστικής – νατουραλιστικής αισθητικής. Η νέα ηθοποιός Κατερίνα Μαούτσου σ’ έναν άκρως επικίνδυνο ρόλο που κινδυνεύει κάθε στιγμή να γίνει γραφικός ή υπερβολικά προκλητικός ισορρόπησε και εξέπεμψε μια θέρμη μέσα από σκεύος πληρωμένης ηδονής που συνήθως νεκρώνει το συναίσθημα. Αθλος.

Ο λιτός τρόπος που υποδύθηκε ο Ερρίκος Λίτσης μια εξαίσια ισορροπημένη στο κενό φιγούρα είναι ανθολογίας. Ο Αργύρης Σαζακλής, ο πλέον άπειρος του συνόλου, είχε κινητικότητα με σήμανση.

Τέλος, ο Δημήτρης Αλεξανδρής κατόρθωσε να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί πολλά στοιχεία μιας πρωτόγονης ιδιοσυγκρασίας, ανθρωπιά, πονηριά, αλληλεγγύη, ψυχολογία κυνηγού και συνάμα ψυχολογία κυνηγημένου. Κι όλα αυτά να αποτυπώνονται σε μια αμφιλεγόμενη λάμψη ενός πανούργου και συνάμα ελεήμονος βλέμματος.

Ο Χατζηνικολάου δημιούργησε έναν αριστουργηματικό χώρο σκουπιδαριό πολιτισμού και καταφύγιο ασπάλακα.

Οι φωτισμοί του Αντ. Παναγιωτόπουλου σοφοί και οι μουσικές παρεμβάσεις του Στ. Γιαννουλάκη καίριες απηχούσες ψυχικά τοπία.

Μια παράσταση που δικαίωσε ένα ύφος γραφής.